Skip to main content

γ. Μάνη

Η καταγωγή των Μανιατών: Περί της Καταγωγής των Μανιατών εγράφησαν πλείστα όσα: Η πιθανωτέρα εκδοχή είναι ότι προέρχονται από τους αρχαιοτάτους κατοίκους της περιοχής, προς τους οποίους συνεμίχθησαν το πρώτον οι εκ Σπάρτης φυγάδες της εποχής του Νάβιδος (207-192 π.Χ.). Εν συνεχεία δε διάφοροι άλλοι Πελοποννήσιοι και λοιποί Έλληνες, εκ των νήσων του Αιγαίου Πέλαγους, της Επτανήσου και της Κρήτης, κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας και μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, οπότε κατέφυγον εις την Μάνην ως μοναδικήν ελευθεραν ελληνικήν χώραν και άλλα κύματα φυγάδων και μάλιστα ευγενείς εκ Μ. Ασίας, Πόντου και εξ αυτής της Βασιλευούσης.
Ιστορία της Μάνης: Η ιδιαιτέρα ιστορία του τμήματος τούτου της Λακωνίας αρχίζει από της εποχής του φαυλοβίου τυράννου της Σπάρτης Νάβιδος (207-192 π.Χ.), όστις διεξήγαγε πόλεμον εξοντώσεως εναντίον των πλουσιωτέρων συμπολιτών του εκ των οποίων πολλοί φεύγοντες την θηριωδίαν του εγκαταστάθησαν μακράν της Λακεδαίμονος εις τας παραλίους πόλεις της Λακωνικής, αίτινες δεν ήσαν υπό τον άμεσον έλεγχόν του. Αι πόλεις αύται μετά την ήτταν του Νάβιδος υπό των Ρωμαίων (195 π.Χ.) απετέλεσαν συν τω χρόνω το «κοινόν των Λακεδαιμόνων, ήτοι ομοσπονδίαν ανεξάρτητον της Σπάρτης υπό την προστασίαν της Ρώμης, αύτη εν συνεχεία, ωνομάσθη κοινόν των Ελευρολακώνων» τω 21 π.Χ. Τούτο διελύθη κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού.
Βυζαντινοί χρονοι: Αι εκ των τελευταίων ετών της Ρωμαϊκής κυριαρχίας και των Αρχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σωζόμεναι περί της χώρας ταύτης ειδήσεις είναι ελάχισται.
Το όνομα της Μάνης απαντά εγγράφως δια πρώτην φοράν από τα τέλη του 9ου και τας αρχάς του 10ου αιώνος ( 886-912). Ολίγον βραδύτερον περί το 980 επεσκέφθη την Μάνην ο όσιος Νίκων ο επιλεγόμενος «Μετανοείτε». πλείστα όσα μνημεία παλαιοχριστιανικά και αρκετοί βυζαντινοί ναοί υπάρχουν εν Μάνη και χρονολογούνται από των αρχών του 7ου αιώνος επίσης πολλοί του 9ου ακόμη μέχρι τέλους του 12ου αιώνος. Οι ναοί ούτοι διέσωσαν και πολλάς κτητορικάς επιγραφάς και άλλας επιγραφάς μεγάλης σημασίας από ιστορικής απόψεως.

Η Μάνη επί Φραγκοκρατίας: Κατά την επακολουθήσασαν μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Λατίνων της 4ης Σταυροφορίας (1204) Φραγκοκρατίαν εν Πελοποννήσω, καίτοι μόνον σχεδόν αυτοί αντιμετώπισαν ενεργώς και δια των όπλων τους ξένους εισβολείς και διετήρησαν επ’ αρκετόν χρονικόν διάστημα την ανεξαρτησίαν των δεν κατώρθωσαν εν τούτοις να μείνουν εντελώς έξω του κλοιού των Φράγκων μέχρι τέλους. Ήδη από των αρχών της Φραγκοκρατίας εν Πελοποννήσω τω 1210 περίπου ο Βαρώνος και Πρωτοστράτωρ του Μορέως Ιωάννης ντε Νουλλί κτίζει επί των ερειπίων της αρχαίας πόλεως Λας επί υψώματος ελέγχοντος την στενήν διάβασιν από Μάνης εις Γυθειον, το κάστρον του Πασσαβά ίνα εκείθεν κατοπτεύη και παρακωλύη τας κινήσεις των ατιθάσων Μανιατών. Βραδύτερον ο τρίτος ηγεμών του Φραγκικού Πριγκηπάτου της Πελοποννήσου Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος, αφού επέτυχε την παράδοσιν και υποταγήν της μέχρι τότε ανυποτάκτου Μονεμβασίας κατόπιν μακράς πολιορκίας (1246-1248) έκτισε το κάστρον του Μυστρά (1249). Τέλος δε δια να κυριαρχίση ολοκλήρου της Μάνης ο πρίγκηψ Γουλιέλμος έρχεται εις συνεννόησιν προς τους ανυποτάκτους κατοίκους του Ταϋγέτου Ζυγιώτας, όπου έκτισε το κάστρον του Λεύκτρου παραλλήλως δε μεταβαίνει αυτοπροσώπως και εις την Μέσην Μάνην όπου έκτισε και άλλο κάστρο ως αναφέρει το Χρονικόν του Μορέως (3002-3007).

Εν τούτω εκαβαλλίκεψεν ο πρίγκιπας ατός του,
καθώς τον εσυμβούλεψαν οι άνθρωποι του τόπου,
Επέρασε τον Πασσαβάν κι εδιάβη εις την Μάνην,
Εκεί ηύρεν σπήλαιον φοβερόν εις ακρωτήρι απάνω
διατί του άρεσεν πολλά, εποίησεν ένα κάστρον,
και Μάνην το ωνόμασε, ούτως το λέγουν πάλιν.

Τα δύο αυτά φράγκικα κάστρα Λεύκτρου και Μάϊνης, εκτίσθησαν διαρκούντος του έτους 1260.
Η φραγκοκρατία ελάχιστα διήρκεσεν εν Μάνη, το μεν διότι ο πρίγκηψ Γουλ. Βιλλαρδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος του αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου μετά την εν Πελαγονία μάχην (1259), το δε εν τω μεταξύ ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανέκτησε την Κωνσταντινούπολιν καταλύσας την Λατινικήν Αυτοκρατορίαν, ότε ο Φράγκος πρίγκηψ του Μορέως παρεχώρησε τα κάστρα του Μυστρά, Μονεμβασίας, Μαίνης και Λεύκτρου εις τον Αυτοκράτορα.
Ούτως η Μάνη και η Λακωνία ολόκληρος απηλλάγησαν της φραγκικής κατακτήσεως από του 1262, περιήλθε δε τότε εις χείρας των Ελλήνων και το κάστρον του Πασσαβά. Η απώλεια της Μάνης υπήρξε δια τους Φράγκους η αρχή της κακής των τύχης εις την Πελοπόννησον, διότι ευθύς ως επάτησεν Ελληνική εξουσία εις την περιοχήν αυτήν, οι Μανιάτοι υπήρξαν η ψυχή της αντιστάσεως εναντίον των ξένων δυναστών του Μορέως, οίτινες εξετοπίσθησαν τελείως μέχρι του 13ου αιώνος. Παραλλήλως η Λακωνία εγένετο το τελευταίον προπύργιον του Ελληνισμού, ο δε Μυστράς μεγάλη εστία Γραμμάτων και Τέχνης μετά την Κωνσταντινούπολιν.
Κατά τους αγώνας του Ελληνισμού της Πελοποννήσου εναντίον των Φράγκων, οίτινες διήρκεσαν επί μακρόν χρονικόν διάστημα, η Μάνη όχι μόνον προσέφερεν άφθονους γενναίους πολεμιστάς, αλλά και εχρησίμευσεν ως καταφύγιον κατά τους πολέμους εκείνους πλείστων Ελλήνων της Πελοποννήσου οίτινες κατά καιρούς υφίσταντο ζημίας εκ των παρατεινομένων επί μακρόν εν Πελοποννήσω εχθροπραξιών και παρέμειναν φερέοικοι και άστεγοι.
Ούτω κατά την συνεπεία των πολέμων εκείνων επελθούσαν καταστροφήν της παρά την Τεγέαν πόλεως Νικλίου (1296), ήτις κατεστράφη τελείως διασκορπισθέντων των κατοίκων της, πολλοί εξ αυτών κατέφυγαν εις την Μάνην και δη εις την περιοχήν Νικλιάνικα της Κίττας (Μέσα Μάνης) διατηρήσαντες προφανώς εκ Νικλίου το οικογενειακόν των επώνυμον Νίκλος το οποίον και διεσώθη εις πολλά μεταγενέστερα έγγραφα. Αλλά και άλλων μεγάλων οικογενειών τα ονόματα και η ιδιαιτέρα Ιστορία αποδεικνύουν την εξ άλλων διαφόρων περιοχών της Πελοποννήσου προέλευσιν των και την εκείθεν εγκατάστασίν των εις την Μάνην κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας, ως Κλαδάς εξ Ηπείρου-Κορώνης, Κορωναίος εκ Κορώνης κλπ.
Η Μάνη επί Τουρκοκρατίας: Ο Μωάμεθ ο Β΄ κατέλυσε το δεσποτάτον του Μορέως το 1460. Αλλά μετ’ ολίγον επηκολούθησε Τουρκοβενετικός πόλεμος (1463-1479) και οι Μανιάται επλήρωσαν αγρίως τους Τούρκους. Τέλος κατά την συναφθείσαν ειρήνην η Μάνη εγκατελείφθη εις την διάθεσιν των Τούρκων και τότε οι Μανιάται επανεστάτησαν υπό την αρχηγίαν του Κορκοδείλου Κλαδά (ούτινος η οικογένεια εκ Κορώνης πρότερον είχεν καταφύγει εις Μάνην) και εξεδίωξεν τους εν Βαρδούνια εγκατασταθέντας Τουρκαλβανούς. Η επανάστασις του Κλαδά προεκάλεσε νέαν εκστρατείαν των Τούρκων τω 1481. Εν τέλει οι Τούρκοι εισεχώρησαν εις την Μάνην και ηνάγκασαν τον Κλαδά και τους Μανιάτας να τραπούν προς την Μέσα Μάνην οπόθεν ο Κλαδάς επεβιβάσθη πλοίων του Βασιλέως της Νεαπόλεως μετά πολλών εκ των συντρόφων του. μετά την απομάκρυνσιν του Κλαδά αι μεγάλαι Τουρκικαί δυνάμεις απεχώρησαν εκ της Μάνης και οι Μανιάται κατέλαβον πάλιν τα Βαρδουνοχώρια.
Έκτοτε οι Μανιάται παρέμειναν εν επιφυλακή προστατεύοντες την χώραν των κατά πάσης εισβολής καθ’ όλον το πρώτον ήμισυ του 16ου αιώνος και πλέον, μη συγκατατιθέμενοι να λάβουν μέρος εις τους κατά των Τούρκων πολέμους (1494-1502 και 1537-1540) ως σύμμαχοι τών Ενετών οίτινες τους είχον εγκαταλείψει.
Κατά το 1570 επανελήφθη ο Τουρκοβενετικός πόλεμος. Οι Toύρκοι κατέλαβον το Πόρτο Κάγιο της Μάνης και έκτισαν εκεί ισχυρόν φρούριον. Η ίδρυσις του κάστρου τούτου έθεσεν εις μέγαν κίνδυνον τους Μανιάτας, οίτινες με την βοήθειαν του Βενετού Μαρίνου Κουερίνι κατώρθωσαν να το κυριεύσουν εξ εφόδου και να το ανατινάξουν.
Εν συνεχεία οι Μανιάται εξηκολούθησαν τον κατά των Τούρκων αγώνα των λαβόντες λίαν ενεργόν μέρος και εις την επανάστασιν των αδελφών Μελησσινών την υποκινηθείσαν υπό των δυτικών Χριστιανικών Δυνάμεων, αλλά συναφθείσης ειρήνης μετά της Τουρκίας έμειναν ούτοι και πάλιν άνευ επικουρίας, εκτεθειμένοι εις την εκδίκησιν των Τούρκων. Τότε εν τη απελπισία των απηυθύνθησαν προς τον Πάπαν Γρηγόριον ΙΓ΄ ζητούντες την μεσολάβησίν του και αποστολήν βοηθείας (1582) χωρίς να επιτύχουν τίποτε το θετικόν. Επηκολούθησαν εν συνεχεία μακροχρόνιοι συνεννοήσεις (1612-1623) μεταξύ των Μανιατών και του Γάλλου ευγενούς Καρόλου Γονζάγου, Δουκός του Νεβέρ, όστις διεκδικών δικαιώματα επί του Ελληνικού, Αυτοκρατορικού θρόνου των Παλαιολόγων μεθ’ ων είχε συγγένειαν εκ μητρός συνέλαβε το σχέδιον να απελευθερώση την Ελλάδα, αρχίζων από την Μάνην. Η όλη επιχείρησις εματαιώθη τελικώς λόγω αθετήσεως και πάλιν των υποσχέσεων, των δοθεισών υπό των Χριστιανών Βασιλέων εις τον Δούκα του Νεβέρ. Απέμεινε δε μόνον η αλληλογραφία μεταξύ του Γάλλου ευγενούς και των Μανιατών, ήτις έχει σπουδαιοτάτην σημασίαν από ιστορικής απόψεως. Διότι εκ της αλληλογραφίας αυτής, καθώς και εκ της επιστολής των Μανιατών προς τον Πάπαν (1582), έχομεν παλλάς ειδήσεις περί της εποχής εκείνης της τόσον σκοτεινής. Ειδικώτερον δε περί της Μάνης πληροφορούμεθα περί των απεγνωσμένων αυτής αγώνων πολλά και έχομεν ειδήσεις και περί του διοικητικού και κοινωνικού καθεστώτος της ηρωικής αυτής χώρας. Ούτω γνωρίζομεν ότι οι κορυφαίοι της Μάνης κατ’ εκείνους τους χρόνους ήσαν οι Αλευράδες, οι Δημαίοι και οι Βελκούνοι εξ Αραχώβης, οι Κοντόσταυλοι εκ Πεντάδος, οι Κληροδέται εκ Καβάλλου, οι Κουτηφαραίοι εκ Ζυγού, οι Κοσμάδες εκ Βάθειας (ίδε και Ζάκυνθον Κοσμάδες εκ Μάνης, σελίς 23), οι Κορωναίοι (ίδε και Ζάκυνθον Κορωναίοι εκ Μάνης, σελίς 24), οι Διατροί (ή Μέδικοι) και οι Στεφανόπουλοι εξ Οιτύλου, οι Μελισσηνοί :εκ Πραστίου, οι Νικλιάνοι εκ Κίττας και των πέριξ, οι Μαλεύρηδες, οι Πούβαλοι και οι Σκουμπλαίοι εξ Ανδράβιστας, οι Φωκάδες (και εν Ζάκυνθω) και οι Χρυσοσπάθηδες εξ άλλων περιοχών της χώρας.
Πάντες ούτοι υπογράφουν ως Πληρεξούσιοι της Μάνης και ως τοπικοί άρχοντες (Επιστολή προς Νεβέρ, ίδε κατωτέρω σελίς 49-52).
Επομένως εκ της αλληλογραφίας αυτής καθίσταται φανερόν ότι έκτοτε αλλά και παλαιότερον ακόμη εις την Μάνην, την όλην εξουσίαν του τόπου είχον οι Κεφαλάδες ως αρχηγοί των μεγάλων οικογενειών οίτινες απετέλουν τους ισχυρούς ή Φυσικάρηδες. Οι ισχυροί ούτοι κλάδοι ελέγοντο επίσης «Μεγαλογενήτες» εν αντιθέσει προς τους «αχαμνοτέρους» οίτινες ήσαν αδυνατώτεροι και τους «Φαμέγιους» ή «ακουμπισμένους» οίτινες ήσαν υπό την πλήρη εξουσίαν των ισχυρών. Ήσαν δε ισχυροί ούτοι οίκοι αρκετοί ως φαίνεται, και η εξουσία των κατενέμετο κατά περιοχάς, εις την Μέσα Μάνην, ειδικώτερον ισχυρότεροι φέρονται οι Κοσμάδες της Βάθειας και οι Νικλιάνοι της Κίττας, αλλά οι πρώτοι απεμακρύνθησαν εις Ζάκυνθον δια λόγους αγνώστους εκείθεν και έμειναν οι Νικλιάνοι μόνοι κύριοι και εξουσιασταί της Μέσα Μάνης. Δια του όρου Νικλιάνοι επί των ημερών μας εξυπακούεται μία κοινωνική τάξις διακεκριμένη όχι «γενιά». Τα διασωζόμενα έγγραφα όμως φανερώνουν ότι οι Νικλιάνοι ήσαν εις την πραγματικότητα μία και η αυτή οικογένεια ή πατριά έχουσα το αυτό οικογενειακόν επώνυμον και επομένως συνδεομένη δια δεσμών αίματος, είτε πραγματικώς είτε και κατά συμβατικήν παράδοσιν. Η σύγχυσις αύτη επήλθε με την πάροδον του χρόνου. Και εκ της Μέσα Μάνης οπόθεν προήλθεν η σφαλερά αυτή ιδέα διεδόθη καθ’ όλην εν γένει την Μάνην, όπου βεβαίως δεν υπήρχον Νικλιάνοι αλλ’ άλλαι παλαιαί «πατριαί» ισχυρότεραι ίσως των Νίκλων, αίτινες όμως σήμερον προς δήλωσιν της δυνάμεως και της παλαιάς των ευγενούς καταγωγής λέγονται κατά παρέκβασιν «γενιές των Νικλιάνων». Ενώ ιστορικώς τούτο ελέγχεται ανακριβές διότι οι προερχόμενοι εκ των κατοίκων της μεσαιωνικής παρά την Τεγέαν πόλεως Νίκλι, κατεσκαφείσης κατά το έτος 1296 κατέφυγον εις την Μέσα Μάνην – όπως και οι Κορωναίοι εκ Κορώνης – όπου έδωσαν εις την καταληφθείσαν υπ’ αυτών εκεί περιοχήν το όνομα Νικλιάνικα (σπίτια των Νίκλων) εκ του επώνυμου αυτών το οποίον φέρεται και εις τα έγγραφα. Εξ άλλων δε εγγράφων απαντώνται επίσης ότι εκ των Νίκλων τούτων της Μάνης απώκησαν αρκετοί εις Ζάκυνθον, φερόμενοι και ούτοι εις τα έγγραφα υπό τα επώνυμα Νίκλος και Νίκλης από του 1554 και εφεξής με την ρητήν μνείαν ότι κατάγονται από τα Νικλιάνικα της Μέσα Μάνης. (Εκ των Νίκλων τούτων Μανιατών αποίκων Ζακύνθου κατήγετο η μήτηρ του Εθνικού ποιητού Διονυσίου Σολωμού Αγγελική Νίκλη (1776-1859), όπως οι Κορωναίοι εις Ζάκυνθον εκ Μάνης: Τζάνες Κορωναίος 1480 και εκείθεν εις Βενετίαν (ίδε σελίς 43) ή και απ’ ευθείας εκ Κορώνης.
Ματαιωθείσης της επαναστάσεως του Γάλλου ευπατρίδου Καρόλου Γονζάγου οι Μανιάται ήλθον εις συνεννόησιν μετά των Ενετών. Ούτως επολέμησαν παρά το πλευρόν των καθ’ όλην την διάρκειαν του μακρού και αιματηρού Κρητικού Πολέμου (1645- 1669), βοηθήσαντες τους Βενετούς κατά θάλασσαν. Κατά ξηράν, επίσης οι Μανιάται επολέμησαν ως σύμμαχοι των Βένετων καταλαβόντες την Καλαμάταν. Ο Κρητικός πόλεμος έληξε με την άλωσιν της Κρήτης και ήτταν της Βενετίας υπό των Τούρκων, οίτινες εν συνεχεία εστράφησαν κατά των Μανιατών. Οι Τούρκοι μη δυνάμενοι να θέσουν πόδα επί των δυσπορθήτων ορέων της Μάνης, εχρησιμοποίησαν τον περίφημον Μανιάτην πειρατήν Λυμπεράκην Γερακάρην τον οποίον εκράτουν δέσμιον εν Κωνσταντινουπόλει εκμεταλλευόμενοι τας εμφυλίους διχονοίας; των Μανιατών.
Ο Λυμπεράκης καταγόμενος εκ Βάθειας της Μέσα Μάνης και εκ της πατριάς τών Κοσμάδων (πατριά Κορωναίων, σελίς 37). Επίσης Κοσμάδες και Κορώναιοι εις Ζάκυνθον σελίς 23,24). Η πατριά των Κοσμάδων διετέλει εις εμπόλεμον κατάστασιν προς τους Βοιτυλιώτας (Στεφανοπούλους) δια λόγους τοπικής επικρατήσεως, απελευθερωθείς τότε υπό των Τούρκων έφθασεν εις την Μάνην όπου και κατώρθωσε να πείση τους κυριωτέρους των προκρίτων να συμβιβασθούν προς τους Τούρκους, διότι δεν είχον πλέον να ελπίζουν καμμίαν βοήθειαν από τους ηττηθέντας Βενετούς. Παραλλήλως οι Τούρκοι με την βοήθειαν του Γερακάρη και κατόπιν του επιτευχθέντος συμβιβασμού με τους Μανιάτας ηδυνήθησαν να επισκευάσουν το παλαιόν βυζαντινόν φρούριον της Ζαρνάτας, το κάστρο του Πόρτο-Κάγιο προς το Ταίναρον και τέλος να κτίσουν ακόμη το κάστρον της Κελεφάς.
Η ίδρυσις του Κάστρου της Κελεφάς, απειλούντος το Βοίτυλον είχε ως συνέπειαν την οριστικήν μετανάστευσιν, πρώτον μεν μεγάλου μέρους της πατριάς των Διατρών ή Μεδίκων εις Τοσκάνην, όπου μετώκησαν τω 1671 εν όλω 300 οικογένειαι, εν συνεχεία δε και της πατριάς τών Στεφανοπούλων, ων μέγα μέρος (730 άτομα) κατέφυγαν εις Γένοβαν τω 1676 (1 Ιανουάριου) και εκείθεν εγκατεστάθησαν εις την Κορσικήν. Άλλαι ομαδικαί μεταναστεύσεις Μανιατών εκ Βοιτύλου, Ζαρνάτας και εκ Μέσα Μάνης ενδεχομένως, χρονολογούνται από της εποχής εκείνης και γνωσταί εξ εγγράφων, εγένοντο εις Νεάπολιν, Τάραντα και Οτράντο της Ιταλίας.
Η Βενετοκρατία εν Μάνη: Εκ της ιδρύσεως των μνημονευθέντων Τουρκικών φρουρίων εν Μάνη οι κάτοικοι υπέφερον πολλά και η χώρα εκινδύνευσε να ερημωθή. Ευτυχώς όμως εξεράγη νέος Τουρκοβενετικός πόλεμος (1684-1699), διαρκούντος του οποίου όχι μόνον απηλλάγη των Τούρκων η Μάνη, αλλά και ολόκληρος η Πελοπόννησος, ήτις κατελήφθη υπό των Βενετών. Καθ’ όλην την διάρκειαν του νέου τούτου πολέμου οι Μανιάται ήσαν και πάλιν παρά το πλευρόν των Βενετών με την συνδρομήν του στόλου των οποίων εκυρίευσαν όλα τα εν Μάνη κάστρα, αιχμαλωτίσαντες τας τουρκικάς φρουράς και επενεγκόντες πανωλεθρίαν εις τους Τούρκους εν Καλαμάτα (1685), εν Κελεφά (1687) και αλλαχού, εν συνεχεία δε λαβόντες μέρος εις την λοιπήν εκστρατείαν της Πελοποννήσου, εκ της οποίας οι Τούρκοι εξεδιώχθησαν από του 1687.
Τω 1689 εμφανίζεται και πάλιν επί της σκηνής ο Λυμπεράκης, όστις είχε εκ νέου συλληφθή υπό των Τούρκων και εκρατείτο αιχμάλωτος. Αυτήν την φοράν απελευθερώθη φέρων τον τίτλον του «Μπέη» της Μάνης και με την εντολήν να κατέλθη εις την Πατρίδα του δια να προσεταιρισθή υπέρ των Τούρκων τους Μανιάτας. Ούτος όμως δεν κατώρθωσε τίποτε, διότι η μέχρις Άργους εισβολή του απέβη ανωφελής δια τους Τούρκους, η δε κατόπιν του στάσις εθεωρήθη ύποπτος και υπ’ αυτών των Τούρκων, ώστε ηναγκάσθη τέλος να προσχώρηση εις το στρατόπεδον των Βενετών, εκείθεν δε βραδύτερον κατέφυγεν εις Βενετίαν, όπου και απέθανε κατά το έτος 1696.
Εν τη από 27/4/1690 εκθέσει του Βενετού Προβλέπτου Κόρνερ προς Μοροζίνην σελ.54 και 55 μνημονεύονται μεταξύ των προυχόντων του Κελεφά (Μάνης) τα ονόματα: Πετροπουλάκης, Κορωναίος, Μαυρομιχάλης, Κουτηφάρης, Ζαννετάκης, Στεφανόπουλος, Τριγόνας, Λουκάκης, Γερακάρης (Βλέπε Λάμπρου: Η περί της Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού Προβλέπτου Κόρνερ Δ.Ι.Ε.Ε. 2 (1885-6.288).
Δυο έτη μετά τον θάνατον του Γερακάρη συνήφθη η συνθήκη του Κάρλοβιτς, δι’ ης έληξε ο Βενετοτουρκικός πόλεμος και η Πελοπόννησος επεδικάσθη εις την Βενετίαν, ήτις ίδρυσε το «Βασίλειον του Μορέως». Εις τούτο υπήχθη και η Μάνη υποδιαιρεθείσα εις τέσσαρας επαρχίας (Ζαρνάτας, Κελεφάς, Πασσαβά και Βαρδούνιας) περιλαμβανούσας 85 κωμας και άλλα χωριά, με συνολικόν πληθυσμόν 25 περίπου χιλιάδων. Εκάστη επαρχία είχεν ίδιον διοικητήν Ενετόν αλλά η Μάνη παρέμεινεν κατ’ ουσίαν ασύδοτος και σχεδόν ανεξάρτητος, υπακούουσα μόνον εις τους ιδίους αύτης τοπικούς άρχοντας, τους οποίους η Βενετία είχεν αναγνωρίσει ως «Καπετάνους».
Η Δευτέρα Τουρκοκρατία: Η Βενετοκρατία διήρκεσεν εν Πελοποννήσω μέχρις του 1715 διότι κατά Δεκέμβριον του 1714 εκηρύχθη νέος κατά της Βενετίας πόλεμος υπό των Τούρκων, οίτινες εισέβαλον και πάλιν εις τον Μοριάν και εντός ολίγου έγιναν κύριοι αυτού.
Τότε και οι Μανιάται και πάλιν ήλθον εις διαπραγματεύσεις μετά των Τούρκων οίτινες κατέλαβον την Βαρδούνιαν μέχρι του κάστρου του Πασσαβά, αφίσαντες άθικτον την λοιπήν Μάνην και εντελώς αυτόνομον.
Ούτως οι Μανιάται έμειναν απερίσπαστοι από πολέμους επί ολόκληρον πεντηκονταετίαν ήτοι μέχρι της επαναστάσεως του 1770 (Παπαζώλης, Ορλώφ, Αικατερίνη Β). Μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 1770 επηκολούθησεν εις την Πελοπόννησον εισβολή των Τουρκαλβανών οίτινες επεδόθησαν εις αγρίαν σφαγήν και λεηλασίας παραταθείσας μέχρι του 1779. Τότε οι Μανιάται μόλις εσώθησαν αναγκασθέντες ν’αναγνωρίσουν την επικυριαρχίαν των Τούρκων και διώρισαν ούτοι μπέηδες. Ούτω το 1776 διώρισαν οι Τούρκοι τον Τζανέτον Κουτηφάρην. Οι Μπέηδες της Μάνης (1776-1821) εντόπιοι ηγεμόνες εκυβέρνων την χώραν ως αντιπρόσωποι άμεσοι του Καπετάν Πασσά. Ο Μπέης εξελέγετο υπό του Καπετάν Πασσά.

Οι Μπέηδες Μάνης χρονολογικώς είναι οι εξής:
1) Τζανέτος Κουτηφάρης 1776-1779
2) Μιχαήλ Τρουπάκης (Μούρτζινος) 1779-1782
3) Τζανέτος Γρηγοράκης (Τζαννήμπεης) 1782-1798
4) Παναγ. Κουμουνδουράκης 1798-1803
5) Αντώνιος Γρηγοράκης (Αντωνόμπεης) 1803-1808
6) Κωνσταντ. Ζερβάκης 1808-1810
7) Θεόδωρος Γρηγοράκης 1810-1815
8) Πέτρος Μαυρομιχάλης (Πετρόμπεης) 1815-1821
Επί τούτου εξερράγη ο Ιερός Αγών.

Η Μάνη έλαβεν ενεργόν μέρος κατά την επανάστασιν και οι Μανιάται εκήρυξαν την 23/3/21 την έναρξιν του αγώνος εισβαλόντες εις Μεσσηνίαν και κυριεύσαντες την Καλαμάταν.