ε. Κύθηρα
Οι Κυθήριοι ευρίσκοντο (κατά τας παραδόσεις) εις στενάς σχέσεις με τους Κρήτας, τους Κάρας και τους Λέλεγας. Μνεία των Κυθήρων γίνεται εις τα Ομηρικά έπη.
Μετά την κάθοδον των Δωριέων τα Κύθηρα κατελήφθησαν υπό των Αργείων, μετά ταύτα περιήλθον εις την εξουσίαν των Σπαρτιατών. Με την πτώσιν της Σπάρτης και την κατάληψιν ταύτης υπό των Μακεδόνων περί το 222 π.Χ. τα Κύθηρα περιήλθον εις τους Μακεδόνας. Όταν η Ελλάς ετέθη υπό τον έλεγχον των Ρωμαίων κατά τα μέσα της 2ας π.Χ. εκατονταετηρίδος τα Κύθηρα υπήχθησαν υπ’ αυτούς.
Τω 395 μ.Χ. ότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εχωρίσθη τα Κύθηρα απετέλεσαν εξάρτημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 7ου αιώνος μέχρι του 11ου αιώνος η ιστορία σιωπά ως προς την τύχην των Κυθήρων. είναι η περίοδος της ερημώσεως της νήσου.
Κατά την κατάλυσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό των Σταυροφόρων 1204 μ.Χ. κατέλαβον τα Κύθηρα οι Ενετοί, οίτινες παρεχώρησαν ταύτα ως τιμάριον, το έτος 1207 εις τον ευγενή τυχοδιώκτην Ενετόν Μάρκον Βενιέρην λαβόντα τον τίτλον «Μαρκήσιος των Κυθήρων». οι πρώτοι δυνάσται εκ του οίκου Βενιέρη επώκησαν τα Κύθηρα μάλιστα δια Κρητών. Ο Βενετικός οίκος Βενιέρη εξεδιώχθη όμως εκ των Κυθήρων υπό τυχοδιώκτου Καρυστίου ιππότου του Λικαρίου, ο οποίος ήτο εις την υπηρεσίαν του Αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου (1261-1282). Ο Αυτοκράτωρ εχάρισε τα Κύθηρα εις τον επιφανή Μονεμβασιώτικον οίκον Ευδαιμογιάννη (Δαιμονογιάννη, γνωστόν και εκ του Χρονικού του Μορέως). μέχρι του 1309 ο οίκος ούτος κατείχε την νήσον. συνήφθη επιγαμία μεταξύ του Οίκου του Ευδαιμονογιάννη και του νεωτέρου Μάρκου Βενιέρη συντελούσης της Ενετικής Δημοκρατίας και ούτω τα Κύθηρα περιήλθαν εις τον Βενετίκον οίκον Βενιέρη. Τότε εκλήθησαν Κρήτες έποικοι επί :διαρκεί απαλλαγή φόρων, βαρών και εκδουλεύσεων. Μετά την καταστολήν της Κρητικής επαναστάσεως του 1363 οι Βενιέροι οίτινες είχον ταχθή κατά της Βενετίας εκηρύχθησαν έκπτωτοι και οί Βενετοί διοίκησαν τα Κύθηρα αμέσως ως αποικίαν των. Τω 1393 η Βενετία απέδωσε μέρος των Κυθήρων εις τους Βενιέρη. Τα Κύθηρα και άλλοτε αλλά τω 1537 υπέστησαν την καταστρεπτικήν επίθεσιν του διαβοήτου πειρατού Χαϊρεντίν του επιλεγομένου Βαρβαρόσα και απήγαγε ούτος 7.000 ψυχών δηώσας την όλην νήσον. Οι υπόλοιποι Κυθήριοι διεσκορπίσθησαν σχεδόν πάντες εις Μεσσηνίαν, Λακωνίαν και μάλιστα εις Κρήτην. Δια ταύτα επί έτη τα Κύθηρα έπαυσαν συστηματικώς να καλλιεργούνται, ο δε πληθυσμός αυτών εξέπεσε. Τω 1571 ο Παλή Πασσάς κατάπλευσεν εις Κύθηρα όπου προέβη εις σφαγάς και λεηλασίας. μετά επτά έτη γενομένης απογραφής, οι κάτοικοι της νήσου ευρέθησαν μόνον 3262. Ήδη από το 1537 συνεστήθη εν Κυθήροις επεμβάσει των προκρίτων Κυθηρίων «Συμβούλιον των Τριάκοντα» άκρως ολιγαρχικών. ούτοι επέτρεψαν εις εαυτούς αυθαιρεσίας και καταχρήσεις και πάσαν κακοπολιτείαν. Τω 1715 ο Καπετάν Πασσάς κατέλαβε δια συνθήκης τα Κύθηρα.
Αρχομένου του 1718 ο Βενετός Ναύαρχος Διέδος κατέλαβε τα Κύθηρα τη 21/7/1718 συναφθείσης της εν Πασσάροβιτς συνθήκης απεδόθησαν τα Κύθηρα εις την Βενετίαν. Καθ’ όλον τον 18ον αιώνα πολλά έπαθον αι νήσοι της Ανατολ. Μεσογείου, υπό των Πειρατών. Ούτω τω 1757 Αλγερινοί πειραταί απεβιβάσθησαν εις Κύθηρα, ελεηλάτησαν αυτά και απήλθον απάγοντες μέγα μέρος των κατοίκων.
Τω 1797 ο Μέγας Ναπολέων καταλύσας το Βενετικόν κράτος ήνωσε τα επτάνησα μετά της Γαλλικής Δημοκρατίας, οι Βενιέροι μαρκήσιοι και οι τριάκοντα σύμβουλοι κατελύθησαν.
Την 16/9/1798 κατέλαβον τα Κύθηρα συμμαχούντες Ρώσσοι και Τούρκοι, οίτινες απεχώρησαν τω 1807. Εν έτει 1809 κατά τον Αγγλογαλλικόν πόλεμον κατελήφθησαν παρά των Άγγλων. Από του 1814 μετά των άλλων Ιονίων υπό την προστασίαν της Μεγάλης Βρεταννίας. Κατά τα έτη της Αγγλικής προστασίας ανεπτύχθη σημαντικώς οπωσδήποτε ναυτιλία εις τα Κύθηρα και υπό την προστασίαν της Αγγλικής σημαίας, πλοία Κυθηραϊκά εταξίδευον εις την Πόλιν, τους λιμένας της Μαύρης Θαλάσσης δια μεταφοράν σιτηρών και ξυλείας εις άλλους λιμένας, εις το Ιόνιον μέχρι Κερκύρας και εις το Αδριατικόν πέλαγος μέχρι Βενετίας και μετά την παρακμήν αύτης μέχρι Τεργέστης δια μεταφοράς εμπορευμάτων εις άλλους λιμένας, αλλά και δια λογαριασμόν των Κυθήροις εμπόρων. Εις τον Μυλοπόταμον υπήρχον τότε, καθ’ά λέγεται εξ και πλέον πλοίαρχοι με ιδιωτικά τοιαυτά ιστιοφόρα πλοία. Τότε υπήρχον Κυθηραϊκά αλιευτικά πλοιάρια (τράτες), τα οποία ηλίευον σαρδέλλες εις τα νερά της Ευβοίας, ιδιοκτήται των οποίων ήσαν οι περισσότεροι Μυλοποταμίται (ως και ο εκ Ποταμού Ι.Ν.Κορωναίος γ. 1823, σελίς 65). Τα πληρώματα των ανωτέρω πλοίων ήσαν ως επί το πλείστον Κυθήριοι. Κατά τον χειμώνα έπαυαν τα ταξίδια και μετά την εορτήν των Αγίων Σαράντα (9 Μαρτίου) επανελαμβάνοντο τα ταξείδια των. Ούτω ο Ι.Ν. Κορωναίος τω 1847 μετώκησεν εις Εύβοιαν (σελίς 65).
Η επανάστασις του 1821 συνεκίνησε τους Κυθηρίους ημποδίζοντο όμως υπό των Άγγλων τρομοκρατικώς να συστήσωσιν εθελοντικάς ομάδας. Καθ’ όλην την επανάστασιν τα Κύθηρα ήσαν τα φιλόξενα καταφύγια των αμάχων γυναικοπαίδων κλπ. Τη 22/9/63 ηνώθη η Επτάνησος μετά της μητρός Ελλάδος.
Κατά τα μετά ταύτα ετη Βουλευταί Κυθήρων διετέλεσαν οι Εμμ. Κοντολέων, Θεοδ. Κασιμάτης, Κοσμάς Πανάρετος, Γεώργιος Αρώνης ή Παναγιωτόπουλος, Δημήτριος Ραπτάκης, Στέλιος Κασιμάτης, στρατηγός Πάνος Κορωναίος, Αναστάσιος Μπαρμπαρήγος, Σπυρίδων Κοντολέων, Μιχαήλ Νικηφοράκης.
Κατά τα έτη αυτά εγκατεστάθη εν τη νήσω (1878) τηλεγραφική επικοινωνία και συνεστήθησαν τηλεγραφεία πρώτα εις την Χώραν των Κυθήρων και κατόπιν εις τον Ποταμόν τη φροντίδι του στρατηγού Πάνου Κορωναίου, βουλευτού Κυθήρων.
Μέχρι του 1900 διεκρίνετο διαφορά ενδυμασίας χορού και μέλους τραγουδιών μεταξύ της Χώρας και των χωρίων. Εις την χώραν εις όλα αυτά υπήρχον Επτανησιακαί επιδράσεις, εις τον Ποταμόν Καραβάν και Κατσουλο-Λογοθετιάνικα εν μέρει διεκρίνετο επίδρασις Πελοποννησιακή, αλλά και εις αυτά καθώς και εις τα λοιπά χωριά επικρατεστέρα ενδυμασία ήτο η ιδιότυπος Κυθηραϊκή «Τα σπαλέτα ή Κορωνίτικα.¨
Τον Μάϊον του έτους 1911 εγένετο εν Ποταμώ τα άποκαλυπτήρια της προτομής του στρατηγού Πάνου Κορωναίου υπό του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου κατελθόντος επί τούτω εις Κύθηρα, ενώπιον πολλού πλήθους λαού και αντιπροσωπείας Κρητών, εκ της αυτονόμου Κρητικής Πολιτείας, ελθούσης όπως αποτίση φόρον τιμής, και ευγνωμοσύνης προς την μνήμην του στρατηγού Κορωναίου.
Κατά την 2αν Οκτωβρίου 1948 εξεκίνησε το Βασιλικόν ζεύγος της Ελλάδος, ή Α.Μ. ο Βασιλεύς ΠΑΥΛΟΣ και η Α.Μ.Βασίλισσα ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ, επιβαίνοντες του Πολεμικού «ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ» συνοδευομένου υπό του αντιτορπιλικού «ΑΣΤΙΓΞ» δι’ επίσκεψιν των νήσων του Ελληνικού Κράτους. Μετά την επίσκεψιν των άλλων Ιονίων Νήσων την 10ην Οκτωβρίου 1948 ημέραν Κυριακήν και ώραν 8ην π.μ. αφίχθησαν εις τα Κύθηρα και εις τον όρμον του Καψαλίου. Κατά τάς 9 ½ απεβιβάσθησαν οι Βασιλείς….
Κατά παράκλησιν του Προέδρου της Κοινότητος Ποταμού επεσκέφθησαν και τον Ποταμόν. Εκεί οι Βασιλείς και η ακολουθία των μετέβησαν εις τον Ναόν της Ιλαριωτίσσης, όπου εψάλη δοξολογία και κατέθεσεν ο Βασιλεύς Στέφανον εις την προτομήν του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου.
Πληροφορίαι κατά παράδοσιν περί της ονομασίας των χωρίων της νήσου Κυθήρων και των πρώτων κατοίκων αυτής (Ι. Κασσιμάτη Βιβλιογραφ. 7).
Ποταμός. Η κωμόπολις αύτη παλαιά ωνομάζετο «Το Χωριό της Κυράς» (Ιλαριωτίσσης). Ενταύθα κατ’ έγγραφον του Τζωάννου Σουπεράντου εκτίσθη κατά το έτος 1245 πύργος προς φύλαξιν του αρχείου της νήσου και δια λόγους ασφαλείας, όστις κατεδαφίσθη προ ετών και εξ’ ου παρέμεινε σήμερον η ονομασία της εκεί πλατείας.
Άλλοτε ο Ποταμός είχε κάποιαν ιδιορρυθμίαν κοινωνικήν εν σχέσει με τα γύρω χωριά, διακρινομένην δια της ενδυμασίας, των ηθών, των συνθηκών, και του γλωσσικού ιδιώματος και μαρτυρούσαν επίδρασιν Πελοποννησιακήν.
Τα παλαιότερα επώνυμα ήσαν: Πανάρετος, Μεγαλοκονόμος, Κορωναίος (από του 15ου αιώνος, σελίς 48), Φαρδούλης, Κομηνός. Έπειτα Μαρσέλλος, Τσιγκούνης, Αρχοντούλης, Αργυράκης, Μπαβέας.
Καραβάς. Χωρίον πολυτραγουδισμένον. Το χωρίον τούτο δεν είναι πολύ παλαιόν, ίσως πρωτοκατωκήθη μετά το έτος 1600 και απετέλεσε βαθμηδόν νέον συνοικισμόν. Κατά υπάρχουσαν παράδοσιν οι πρώτοι κάτοικοι του Καραβά κατήγοντο εκ Κορώνης της Μεσσηνίας και μετοικήσαντες εκεί ωνομάσθησαν Κορωναίοι, μετά έτη δε οι απόγονοι τούτων μετωνομάσθησαν Διακόπουλοι, Τζωρτζόπουλοι κλπ. ως παιδιά του Διάκου, του Τζώρτζη κλπ. Παλαιαί οικογένειαι είναι αι: Κατράκη, Κρίθαρη, Πατρικίου, Φάρου. Κατόπιν μετώκησαν και άλλοι.
Αγία Πελαγία. Είναι το επίνειον του βορείου τμήματος της νήσου με μικρόν νέον συνοικισμόν. Σήμεραον με την προσωπικήν και άοκνον φροντίδα του Παναγ. Κορωναίου ή Πουλάκη και δι’ εράνων ενεργουμένων υπό τούτου ως και εξ’ ιδίας αυτού δαπάνης κατεσκευάσθη λιμενοβραχίων μήκους 70 μέτρων καθιστών άνετον την επιβίβασιν και αποβίβασιν.