Skip to main content

Κύθηρα

ε. Κύθηρα

Οι Κυθήριοι ευρίσκοντο (κατά τας παραδόσεις) εις στενάς σχέσεις με τους Κρήτας, τους Κάρας και τους Λέλεγας. Μνεία των Κυθήρων γίνεται εις τα Ομηρικά έπη.
Μετά την κάθοδον των Δωριέων τα Κύθηρα κατελήφθησαν υπό των Αργείων, μετά ταύτα περιήλθον εις την εξουσίαν των Σπαρτιατών. Με την πτώσιν της Σπάρτης και την κατάληψιν ταύτης υπό των Μακεδόνων περί το 222 π.Χ. τα Κύθηρα περιήλθον εις τους Μακεδόνας. Όταν η Ελλάς ετέθη υπό τον έλεγχον των Ρωμαίων κατά τα μέσα της 2ας π.Χ. εκατονταετηρίδος τα Κύθηρα υπήχθησαν υπ’ αυτούς.
Τω 395 μ.Χ. ότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εχωρίσθη τα Κύθηρα απετέλεσαν εξάρτημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 7ου αιώνος μέχρι του 11ου αιώνος η ιστορία σιωπά ως προς την τύχην των Κυθήρων. είναι η περίοδος της ερημώσεως της νήσου.
Κατά την κατάλυσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό των Σταυροφόρων 1204 μ.Χ. κατέλαβον τα Κύθηρα οι Ενετοί, οίτινες παρεχώρησαν ταύτα ως τιμάριον, το έτος 1207 εις τον ευγενή τυχοδιώκτην Ενετόν Μάρκον Βενιέρην λαβόντα τον τίτλον «Μαρκήσιος των Κυθήρων». οι πρώτοι δυνάσται εκ του οίκου Βενιέρη επώκησαν τα Κύθηρα μάλιστα δια Κρητών. Ο Βενετικός οίκος Βενιέρη εξεδιώχθη όμως εκ των Κυθήρων υπό τυχοδιώκτου Καρυστίου ιππότου του Λικαρίου, ο οποίος ήτο εις την υπηρεσίαν του Αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου (1261-1282). Ο Αυτοκράτωρ εχάρισε τα Κύθηρα εις τον επιφανή Μονεμβασιώτικον οίκον Ευδαιμογιάννη (Δαιμονογιάννη, γνωστόν και εκ του Χρονικού του Μορέως). μέχρι του 1309 ο οίκος ούτος κατείχε την νήσον. συνήφθη επιγαμία μεταξύ του Οίκου του Ευδαιμονογιάννη και του νεωτέρου Μάρκου Βενιέρη συντελούσης της Ενετικής Δημοκρατίας και ούτω τα Κύθηρα περιήλθαν εις τον Βενετίκον οίκον Βενιέρη. Τότε εκλήθησαν Κρήτες έποικοι επί :διαρκεί απαλλαγή φόρων, βαρών και εκδουλεύσεων. Μετά την καταστολήν της Κρητικής επαναστάσεως του 1363 οι Βενιέροι οίτινες είχον ταχθή κατά της Βενετίας εκηρύχθησαν έκπτωτοι και οί Βενετοί διοίκησαν τα Κύθηρα αμέσως ως αποικίαν των. Τω 1393 η Βενετία απέδωσε μέρος των Κυθήρων εις τους Βενιέρη. Τα Κύθηρα και άλλοτε αλλά τω 1537 υπέστησαν την καταστρεπτικήν επίθεσιν του διαβοήτου πειρατού Χαϊρεντίν του επιλεγομένου Βαρβαρόσα και απήγαγε ούτος 7.000 ψυχών δηώσας την όλην νήσον. Οι υπόλοιποι Κυθήριοι διεσκορπίσθησαν σχεδόν πάντες εις Μεσσηνίαν, Λακωνίαν και μάλιστα εις Κρήτην. Δια ταύτα επί έτη τα Κύθηρα έπαυσαν συστηματικώς να καλλιεργούνται, ο δε πληθυσμός αυτών εξέπεσε. Τω 1571 ο Παλή Πασσάς κατάπλευσεν εις Κύθηρα όπου προέβη εις σφαγάς και λεηλασίας. μετά επτά έτη γενομένης απογραφής, οι κάτοικοι της νήσου ευρέθησαν μόνον 3262. Ήδη από το 1537 συνεστήθη εν Κυθήροις επεμβάσει των προκρίτων Κυθηρίων «Συμβούλιον των Τριάκοντα» άκρως ολιγαρχικών. ούτοι επέτρεψαν εις εαυτούς αυθαιρεσίας και καταχρήσεις και πάσαν κακοπολιτείαν. Τω 1715 ο Καπετάν Πασσάς κατέλαβε δια συνθήκης τα Κύθηρα.
Αρχομένου του 1718 ο Βενετός Ναύαρχος Διέδος κατέλαβε τα Κύθηρα τη 21/7/1718 συναφθείσης της εν Πασσάροβιτς συνθήκης απεδόθησαν τα Κύθηρα εις την Βενετίαν. Καθ’ όλον τον 18ον αιώνα πολλά έπαθον αι νήσοι της Ανατολ. Μεσογείου, υπό των Πειρατών. Ούτω τω 1757 Αλγερινοί πειραταί απεβιβάσθησαν εις Κύθηρα, ελεηλάτησαν αυτά και απήλθον απάγοντες μέγα μέρος των κατοίκων.
Τω 1797 ο Μέγας Ναπολέων καταλύσας το Βενετικόν κράτος ήνωσε τα επτάνησα μετά της Γαλλικής Δημοκρατίας, οι Βενιέροι μαρκήσιοι και οι τριάκοντα σύμβουλοι κατελύθησαν.
Την 16/9/1798 κατέλαβον τα Κύθηρα συμμαχούντες Ρώσσοι και Τούρκοι, οίτινες απεχώρησαν τω 1807. Εν έτει 1809 κατά τον Αγγλογαλλικόν πόλεμον κατελήφθησαν παρά των Άγγλων. Από του 1814 μετά των άλλων Ιονίων υπό την προστασίαν της Μεγάλης Βρεταννίας. Κατά τα έτη της Αγγλικής προστασίας ανεπτύχθη σημαντικώς οπωσδήποτε ναυτιλία εις τα Κύθηρα και υπό την προστασίαν της Αγγλικής σημαίας, πλοία Κυθηραϊκά εταξίδευον εις την Πόλιν, τους λιμένας της Μαύρης Θαλάσσης δια μεταφοράν σιτηρών και ξυλείας εις άλλους λιμένας, εις το Ιόνιον μέχρι Κερκύρας και εις το Αδριατικόν πέλαγος μέχρι Βενετίας και μετά την παρακμήν αύτης μέχρι Τεργέστης δια μεταφοράς εμπορευμάτων εις άλλους λιμένας, αλλά και δια λογαριασμόν των Κυθήροις εμπόρων. Εις τον Μυλοπόταμον υπήρχον τότε, καθ’ά λέγεται εξ και πλέον πλοίαρχοι με ιδιωτικά τοιαυτά ιστιοφόρα πλοία. Τότε υπήρχον Κυθηραϊκά αλιευτικά πλοιάρια (τράτες), τα οποία ηλίευον σαρδέλλες εις τα νερά της Ευβοίας, ιδιοκτήται των οποίων ήσαν οι περισσότεροι Μυλοποταμίται (ως και ο εκ Ποταμού Ι.Ν.Κορωναίος γ. 1823, σελίς 65). Τα πληρώματα των ανωτέρω πλοίων ήσαν ως επί το πλείστον Κυθήριοι. Κατά τον χειμώνα έπαυαν τα ταξίδια και μετά την εορτήν των Αγίων Σαράντα (9 Μαρτίου) επανελαμβάνοντο τα ταξείδια των. Ούτω ο Ι.Ν. Κορωναίος τω 1847 μετώκησεν εις Εύβοιαν (σελίς 65).
Η επανάστασις του 1821 συνεκίνησε τους Κυθηρίους ημποδίζοντο όμως υπό των Άγγλων τρομοκρατικώς να συστήσωσιν εθελοντικάς ομάδας. Καθ’ όλην την επανάστασιν τα Κύθηρα ήσαν τα φιλόξενα καταφύγια των αμάχων γυναικοπαίδων κλπ. Τη 22/9/63 ηνώθη η Επτάνησος μετά της μητρός Ελλάδος.
Κατά τα μετά ταύτα ετη Βουλευταί Κυθήρων διετέλεσαν οι Εμμ. Κοντολέων, Θεοδ. Κασιμάτης, Κοσμάς Πανάρετος, Γεώργιος Αρώνης ή Παναγιωτόπουλος, Δημήτριος Ραπτάκης, Στέλιος Κασιμάτης, στρατηγός Πάνος Κορωναίος, Αναστάσιος Μπαρμπαρήγος, Σπυρίδων Κοντολέων, Μιχαήλ Νικηφοράκης.
Κατά τα έτη αυτά εγκατεστάθη εν τη νήσω (1878) τηλεγραφική επικοινωνία και συνεστήθησαν τηλεγραφεία πρώτα εις την Χώραν των Κυθήρων και κατόπιν εις τον Ποταμόν τη φροντίδι του στρατηγού Πάνου Κορωναίου, βουλευτού Κυθήρων.
Μέχρι του 1900 διεκρίνετο διαφορά ενδυμασίας χορού και μέλους τραγουδιών μεταξύ της Χώρας και των χωρίων. Εις την χώραν εις όλα αυτά υπήρχον Επτανησιακαί επιδράσεις, εις τον Ποταμόν Καραβάν και Κατσουλο-Λογοθετιάνικα εν μέρει διεκρίνετο επίδρασις Πελοποννησιακή, αλλά και εις αυτά καθώς και εις τα λοιπά χωριά επικρατεστέρα ενδυμασία ήτο η ιδιότυπος Κυθηραϊκή «Τα σπαλέτα ή Κορωνίτικα.¨
Τον Μάϊον του έτους 1911 εγένετο εν Ποταμώ τα άποκαλυπτήρια της προτομής του στρατηγού Πάνου Κορωναίου υπό του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου κατελθόντος επί τούτω εις Κύθηρα, ενώπιον πολλού πλήθους λαού και αντιπροσωπείας Κρητών, εκ της αυτονόμου Κρητικής Πολιτείας, ελθούσης όπως αποτίση φόρον τιμής, και ευγνωμοσύνης προς την μνήμην του στρατηγού Κορωναίου.
Κατά την 2αν Οκτωβρίου 1948 εξεκίνησε το Βασιλικόν ζεύγος της Ελλάδος, ή Α.Μ. ο Βασιλεύς ΠΑΥΛΟΣ και η Α.Μ.Βασίλισσα ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ, επιβαίνοντες του Πολεμικού «ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ» συνοδευομένου υπό του αντιτορπιλικού «ΑΣΤΙΓΞ» δι’ επίσκεψιν των νήσων του Ελληνικού Κράτους. Μετά την επίσκεψιν των άλλων Ιονίων Νήσων την 10ην Οκτωβρίου 1948 ημέραν Κυριακήν και ώραν 8ην π.μ. αφίχθησαν εις τα Κύθηρα και εις τον όρμον του Καψαλίου. Κατά τάς 9 ½ απεβιβάσθησαν οι Βασιλείς….
Κατά παράκλησιν του Προέδρου της Κοινότητος Ποταμού επεσκέφθησαν και τον Ποταμόν. Εκεί οι Βασιλείς και η ακολουθία των μετέβησαν εις τον Ναόν της Ιλαριωτίσσης, όπου εψάλη δοξολογία και κατέθεσεν ο Βασιλεύς Στέφανον εις την προτομήν του Στρατηγού Πάνου Κορωναίου.

Πληροφορίαι κατά παράδοσιν περί της ονομασίας των χωρίων της νήσου Κυθήρων και των πρώτων κατοίκων αυτής (Ι. Κασσιμάτη Βιβλιογραφ. 7).

Ποταμός. Η κωμόπολις αύτη παλαιά ωνομάζετο «Το Χωριό της Κυράς» (Ιλαριωτίσσης). Ενταύθα κατ’ έγγραφον του Τζωάννου Σουπεράντου εκτίσθη κατά το έτος 1245 πύργος προς φύλαξιν του αρχείου της νήσου και δια λόγους ασφαλείας, όστις κατεδαφίσθη προ ετών και εξ’ ου παρέμεινε σήμερον η ονομασία της εκεί πλατείας.
Άλλοτε ο Ποταμός είχε κάποιαν ιδιορρυθμίαν κοινωνικήν εν σχέσει με τα γύρω χωριά, διακρινομένην δια της ενδυμασίας, των ηθών, των συνθηκών, και του γλωσσικού ιδιώματος και μαρτυρούσαν επίδρασιν Πελοποννησιακήν.
Τα παλαιότερα επώνυμα ήσαν: Πανάρετος, Μεγαλοκονόμος, Κορωναίος (από του 15ου αιώνος, σελίς 48), Φαρδούλης, Κομηνός. Έπειτα Μαρσέλλος, Τσιγκούνης, Αρχοντούλης, Αργυράκης, Μπαβέας.
Καραβάς. Χωρίον πολυτραγουδισμένον. Το χωρίον τούτο δεν είναι πολύ παλαιόν, ίσως πρωτοκατωκήθη μετά το έτος 1600 και απετέλεσε βαθμηδόν νέον συνοικισμόν. Κατά υπάρχουσαν παράδοσιν οι πρώτοι κάτοικοι του Καραβά κατήγοντο εκ Κορώνης της Μεσσηνίας και μετοικήσαντες εκεί ωνομάσθησαν Κορωναίοι, μετά έτη δε οι απόγονοι τούτων μετωνομάσθησαν Διακόπουλοι, Τζωρτζόπουλοι κλπ. ως παιδιά του Διάκου, του Τζώρτζη κλπ. Παλαιαί οικογένειαι είναι αι: Κατράκη, Κρίθαρη, Πατρικίου, Φάρου. Κατόπιν μετώκησαν και άλλοι.
Αγία Πελαγία. Είναι το επίνειον του βορείου τμήματος της νήσου με μικρόν νέον συνοικισμόν. Σήμεραον με την προσωπικήν και άοκνον φροντίδα του Παναγ. Κορωναίου ή Πουλάκη και δι’ εράνων ενεργουμένων υπό τούτου ως και εξ’ ιδίας αυτού δαπάνης κατεσκευάσθη λιμενοβραχίων μήκους 70 μέτρων καθιστών άνετον την επιβίβασιν και αποβίβασιν.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Ζάκυνθος

δ. Ζάκυνθος

Το όνομα Ζάκυνθος είναι αρχαιότατον αναφερόμενον ήδη υπό του Ομήρου οφείλεται δε εις τον υιόν του Βασιλέως της Τροίας Δαρδάνου Ζάκυνθον. Ούτος κατά την παράδοσιν, εγκατεστάθη αρχικώς εις την Ψωφίδα της Αρκαδίας οπόθεν διεπεραιώθη εις την νήσον, όπου έκτισε πόλιν εις ην έδωκε το όνομά του.
Προ του Τρωικού Πολέμου υπήγετο η Ζάκυνθος εις το βασίλειον του Οδυσσέως είτα εγένετο αυτόνομος. Επί τι διάστημα κατελήφθη υπό των Αχαιών της Πελοποννήσου, πολλοί των οποίων και εγκατεστάθησαν συντόμως εν αυτή. Ανακτήσασα την ανεξαρτησίαν της συντόμως ήλθεν εις μεγάλην ακμήν, ιδρύσασα ιδίας αποικίας.
Κατά τους Περσικούς πολέμους αρχικώς παρέμειναν οι Ζακύνθιοι ουδέτεροι, μόνον δέ κατά την εν Πλαταιαίς μάχην ενίσχυσαν τούς Λακεδαιμονίους εις την δίωξιν των φευγόντων Περσών. Κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον ευρέθησαν σύμμαχοι των Αθηναίων κατελήφθη δε η νήσος των υπό των Πελοποννησίων. Βραδύτερον απέκτησαν την ανεξαρτησίαν των μέχρι του 217 π.Χ. Κατά το 150 π.Χ. κατελήφθη η νήσος υπό των Ρωμαίων. Τω 466 μ.Χ. εδηώθη η Ζάκυνθος υπό του Γενζερίχου υπέστη δε και πολλάς άλλας επιδρομάς εκ μέρους των βαρβάρων. Επηκολούθησαν άλλαι δηώσεις της Ζακύνθου υπό των Σταυροφόρων και κατάκτησίς της υπό του Ρογήρου Α΄ της Σικελίας (1147), από τον οποίον την απελευθέρωσεν ο αυτοκράτωρ Μανουήλ, συμμαχήσας μετά των Ενετών. Εν συνεχεία περιήλθεν η Ζάκυνθος εις τους Παλατινούς Κόμητας (1206), τους Τόκους (1353) διετέλεσεν επί τινα χρόνον υποτελής εις τον Σουλτάνον, από δε του 1484 παρεχωρήθη δια συνθήκης εις τους Ενετούς, οίτινες και την εκράτησαν μέχρι του 1797, οπότε την κατέλαβον οι Γάλλοι.
Κατά το διάστημα 1484-1797 πολλοί Πελοποννήσιοι ήλθον εις Ζάκυνθον (Δικαίου Βαγιακάκου: Μανιάται εις Ζάκυνθον επί τη βάσει ανεκδότων εγγράφων του Αρχειοφυλακείου Ζακύνθου 1955).
Αλλ’ ακόμη η κατάστασις η οποία επεκράτησεν εις την Πελοπόννησον ευθύς μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και η ρήξις της Βενετίας με τους Τούρκους (1463) ηνάγκασε πολλούς των κατοίκων της Πελοποννήσου να μετοικήσουν εις Ζάκυνθον. (Τω 1498 των Τούρκων καταλαβόντων την Κορώνην απήλθον οι Γρυπάρηδες εκ Κορώνης εις Κρήτην τω δε 1665 εις Μύκονον). Η οικογένεια Κοσμά εκ των ευγενών της Ζακύνθου ευρίσκεται εγγεγραμμένη εις την Χρυσήν Βίβλον. Αυτή ήτο απο τας παλαιοτέρας και ισχυροτέρας οικογενείας της Μάνης. Εις συνεννοήσεις με τον Δούκα του Νεβέρ (σελίς 53) μνημονεύονται μεταξύ των προυχόντων της Μάνης οι Ανδρέας Νικόλαος και Καλαπόθος, Κατελάνος και Πανταλέος (1612) και Μιχαλάκης Κοσμάς με τη γεννιά του και το χωρίον του (1618). Η οικογένεια αύτη κατήγετο εκ του Χωρίου Βάθεια της Μέσα Μάνης και από του έτους 1565, μαρτυρείται εγκατεστημένη εις Ζάκυνθον, μέλη της οικογενείας ταύτης κατέφυγον εις Κύθηρα πρβλ. Π. Καλονάρου Μεγάλη Ελλάς, Αθήναι 1914, σ. 128 σημ. 3. Α. Δασκαλάκη σελ. 54-60 . Βαγιακάκος: Μανιάται εις Ζάκυνθον.
Περισσότεροι των δέκα χιλιάδων Πελοποννησίων μη ανεχόμενοι την σκληρότητα των Οθωμανών και κατόπιν αδείας του Λορεδανού, αρχηγού της εις τας νήσους Βενετικής στρατιωτικής δυνάμεως μετώκησαν τω 1464 οικογενειακώς εις Ζάκυνθον, ταχθέντες υπό την Βενετικήν υπηκοότητα και αποκλειστικήν προστασίαν του Μιχαήλ Ράλλη, διοικητού των εις την Ζάκυνθον σταθμευόντων Στρατιωτών. Εις τους Πελοποννησίους τούτους εδόθησαν γαίαι ακαλιέργητοι τας οποίας εκαλλιέργησαν και εφύτευσαν δι αμπέλων, και άλλων οπορωφόρων δένδρων.
Ούτω κατά τα δέκα εξ έτη (1463-1479) του πολέμου μεταξύ Βενετών και Τούρκων αι Ιόνιοι νήσοι είχον αποβή άσυλον πολλών χιλιάδων προσφύγων εκ της ηπειρωτικής Ελλάδος, οι οποίοι κατώρθωσαν να μεταβάλουν τους αφόρους αγρούς εις αμπελώνας.
Μεταξύ τούτων αναφέρονται αι εξής οικογένειαι: (Ιστορικά απομνημονεύματα Επτανήσου υπό Π. Χιώτου, Τόμος 6ος περιέχων την ηθικήν κατάστασιν από Βενετοκρατίας μέχρι των ημερών ημών. Εν Ζακύνθω τυπογραφείον ο Φώσκολος 1887 και Σειράς απομνημονευμάτων υπό Π. Χιώτου. Τόμος τρίτος. Κέρκυρα, εκ του Τυπογραφείου της Κυβερνήσεως. 1863): Μπούλτσου ή Βούλτσου οικογένεια απαντά μέχρι σήμερον από τας αρχάς της ΙΣΤ΄ εκατονταετηρίδος.
Εν έτει 1571 αναφέρεταί Βούλτσος Ιωάννης στρατιώτης, ανδραγαθήσας και φονευθείς κατά την εισβολήν των Τούρκων εις το Φρούριον Ζακύνθου.
Ταβουλάριος Βούλτσος εν Μάνη (Ζαρνάτα) απαντά από του 1690 εν σελίδι 53 του παρόντος ίδε και επιστολήν προς Μοροζίνην 1684 (Απ. Δασκαλάκη σελίς 92).
Μαυρομιχάλης ομοίως 1690 το πρώτον εν Μάνη ίδε επιστολήν προς Μοροζίνην Κόρνερ σελ. 52,53 και εν Ζακύνθω Μαυρομιχαλάκι.
Οικογένεια: Κορωναίος ομοίως απαντάται έν Ζακύνθω. 1480 Τζάνες Κορωναίος και εν Μάνη τω 1618 (ίδε επιστολήν προς Νεβέρ σελίς 50) και Βλ. Σ. Λάμπρου: Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού Προνοητού Κόρνερ Δ.Ι.Ε.Ε/2 (1885) σελ. 298 (1690) και εν Κυθήροις (σελ.31) και κατά παράδοσιν από του 1430 (σελ.48).
Οικογένεια Παΐδη. Οικογένεια εκ των εγγεγραμένων εν τη Χρυσή Βίβλω τω 1550 εκαλείτο και Παγίδη. Ως επώνυμον απαντά εν Ζακύνθω από του 1483. Βλ. Χιώτη σ. 959. Κατά προικοσύμφωνον του 1575 ο Κων/ντίνος αδελφός του Αγίου Διονυσίου συνεζεύχθη την Σταματούλλαν Θεοδώρου Παΐδη εκ Κορώνης. Εν έτει 1585 η αυτή Σταματούλλα κατέστησε πληρεξούσιον τον αδελφόν της Παύλον Παΐδην (Βλ. Α΄ Ζωή Ο Άγιος Διονύσιος, 665). Επίσης οικογένεια Πλατυγένη κλπ., σελίς 63 Βαγιακάκος) εκ Κορώνης εις Ζάκυνθον και Βενετίαν ίδε και σελίδα 34 Καλόφωνος και Μανουράς.
Εν Ζακύνθω Κορωναϊκός εχαρακτηρίζετο ο εκ Κορώνης επί ελαιοδένδρων προς διάκρισιν εκ των εντοπίων (Βαγιακ.52.79, 88.112).
Επίσης Αγιαποστολίτης Θεόδωρος Κορωναίος την πατρίδα. Μετά την άλωσιν της Κορώνης κατέφυγε μετά των τέκνων του εν Ζακύνθω και κατεγράφη εν τω βιβλίω ευγενών. Έκτοτε οι απόγονοι διασωζόμενοι εν Ζακύνθω έλαβον όλα τα ευγενείας προνόμια, και συναριθμούνται μεταξύ των παλαιοτέρων οικογενειών. Ο Θεόδωρος αριστεύσας κατά τους πολέμους Βενετών και Καρόλου Ε΄ Αυτοκράτορος και Βασιλέως της Ισπανίας, ετιμήθη ιππότης. Δι’ αυτοκρατορικού διπλώματος παρεχωρήθησαν αυτώ ως φέουδα δύο εν Σκόρτα συνοικίαι Λεοντάριον και άγιος Γεώργιος εντός της περιφερείας Καρυταίνης κατά τα μεθόρια Κορώνης. Το αυτοκρατορικόν διάταγμα γραφέν εν Βαρκελώνη τη 13η Ιουλίου του 1533 εξέδωκε Λατινιστί και Ελληνιστί μετάφρασιν ο Μουστοξύδης εν Ελληνομνήμονι σελ. 143.
Ο Βαγιακάκος συνεχίζει: τα δημιουργηθέντα δε τότε πολεμικά σώματα των Ελλήνων Στρατιωτών ιδίως μάλιστα εν Μάνη, οπου είχε συγκροτηθή η περίφημος Luogotenenza della strata di Maina (Στρατόπεδον των εν Μάνη Στρατιωτών) προσέφερον σημαντικάς υπηρεσίας εις τους Βενετούς. Ούτοι εύρισκον πάντοτε τους Μανιάτας προθύμους εις τους πολέμους αλλά και πάντοτε τους εγκατέλειπον εν τελεί.
Τα επαναστατικά κινήματα τα όποια επηκολούθησαν επέτυχον πολλά αλλ’ είχον άδοξον τέλος διότι η Βενετία δια της συνθήκης του 1479 εγκατέλειψεν εντελώς την Ελλάδα. Ως προς την Μάνην επροφασίσθη ότι και πρότερον δεν υπήγετο αύτη υπό την Βενετίαν, αλλά υπό την ελληνικήν Αυτοκρατορίαν την οποίαν διεδέχθη φυσικώς η Οθωμανική. Δια τούτο και οι Τούρκοι άμα τη ειρήνη εζήτησαν την διάλυσιν των ελληνικών τούτων σωμάτων, οι δε Βενετοί δεν εδίστασαν να αποκηρύξουν τον Μπούαν και τον Κλαδάν (τούτον μάλιστα και να τον επικηρύξουν ορίσαντες δι’ αποφάσεως του Μεγάλου Συμβολίου της 23/1/1480 αμοιβήν 10 χιλιάδων υπεπύρων Μεθώνης).
Εκ των νήσων η Ζάκυνθος ως γειτνιάζουσα περισσότερον με την Πελοπόννησον εδέχθη και το μεγαλύτερον μέρος των φυγάδων. Ιδίως πολλοί κατέφυγον εις αυτήν μετά την παραχώρησή της εκ μέρους των Τούρκων προς τους Βενετούς (1483) και την δημοσίευσιν προκηρύξεως της Βενετικής Γερουσίας, δια της οποίας εκαλούντο πάντες οι επιθυμούντες να εγκατασταθούν εις την νήσον, προς πύκνωσιν του ένεκα διαφόρων αιτιών αραιωθέντος πληθυσμού αυτής.
Οι Βενετοί ενδιεφέρθησαν κυρίως δια την εγκατάστασιν εις την νήσον Στρατιωτών ίνα ούτοι χρησιμεύσουν δια την προστασίαν της νήσου. Εις βραχύ δε χρονικόν διάστημα οι Στρατιώται της Ζακύνθου ανήλθον εις 1.500 οικογενείας.
Μεταξύ των άλλων Πελοποννησίων έσπευσαν τότε και πολλοί Μανιάται επήλθε δε μεγάλη ανάμιξις πληθυσμού και γλώσσης εις την νήσον ώστε οι Βενετοί διοικηταί απέδιδον εις τούτο και την δυσκολίαν της τηρήσεως της τάξεως.
Επί πλέον οι Μανιάται μετανάσται ετήρουν και προς τους Ζακυνθίους την συνήθειαν της εκδικήσως του αίματος. Διά τούτο και οι φόνοι ήσαν συχνοί.
Προς τούτοις η απώλεια της Ναυπάκτου, Μεθώνης και Κορώνης και η εν έτει 1540 εγκατάλειψις εκ μέρους των Βενετών της Μονεμβασίας και του Ναυπλίου, των τελευταίων κτήσεων επί της Πελοποννήσου, είχεν ως αποτέλεσμα την εις ευρυτέραν έκτασιν μετανάστασιν των κατοίκων και εις άλλας Ιονίους νήσους και εις την Ζάκυνθον.
Ο δε Χιώτης αναφέρει: Οι Βενετοί άμα κατέσχον τας νήσους επεμελήθησαν του να ακμάσωσι αύται εν ευανδρία και καλλιεργεία. Εν τοσούτω νέοι εγκάτοικοι προσετίθεντο τοις παλαιοίς. Αι γέαι εκαλλιεργούντο, τα προϊόντα επολλαπλασιάζοντο, η ναυτιλία προήγετο, η συναλλαγή ηυδοκίμει.
Γείτονες αι νήσοι Κεφαλληνία και Ζάκυνθος τοις διωκωμένοις υπό του άπιστου Πελοποννησίοις, κειμένη η Κέρκυρα κατά τα πρόθυρα της Ανατολικής Μεσογείου, όθεν οι εχθροί της Χριστιανωσύνης διέρχονται να ακονίσωσι σπάθην επί του τραχήλου των Ιταλιωτών, προσφέρουσι καταφύγιον παντι Έλληνι διαφεύγοντι την τυραννίαν υπό τας πτέρυγας του τότε ισχυρού λέοντας της Βενετίας. Τα διατάγματα των κυβερνητόρων απάντων των νήσων προσκαλούνται Έλληνας πανταχόθεν και Ιταλιώτας επί οικισμώ και φύλαξιν των νήσων. Εξ αυτών καθίστανται στρατιά ιππικού και πεζικού έτοιμος να προστατεύη τας νήσους κατ’ επιβολάς πολεμίων και να συντρέχη εις τους πολέμους της Βενετίας. Θεμελιούνται νέαι κατοικίαι εις τας περιχώρους εκάστης νήσου. Πολυανθρωπείται το άστυ αυτής και φρούρια οικοδομούνται, οίκοι περί τον όρμον εγείρονται, ναοί επί λατρεία του Υψίστου καθιδρύονται, δημόσια καταστήματα επί ασφαλεία και διαχειρήσει των δημοσίων. Μεθωναίοι, Κορωναίοι, Ναυπλιώται, Μονεμβασιώται, Ζύγχιοι, (Ναυαριναίοι), Ηλείοι και κατά τους τελευταίους της πολιτείας πολέμους, Αθηναίοι, Ακαρνάνες, Ηπειρώται, Χίοι, Κύπριοι και Κρήτες έχουν άσυλον τας νήσους, ενώ καταστρέφεται η πατρίς εκάστου. Υπό την σημαίαν του Αγίου Μάρκου λαμβάνουν αυτοί ασφάλειαν ζωής, επινομήν ιδιοκτησίας, προνόμια ιθαγενείας, εξάσκησιν απόλυτον εις θείαν λατρείαν.
Ο Βαγιακάκος συνεχίζει: κατά το έτος όμως 1546 ως καταφαίνεται εξ αναφοράς του προβλέπτου προς τον Δόγην, οι Κορωναίοι και οι Μανιάται ήσαν τόσοι πολλοί εν Ζακύνθω ώστε ενούμενοι εις το Συμβούλιον ανεδείκνυον κατ’ έτος τους κατά την γνώμην των άξιους προκαλούντες ούτω την αποτυχίαν των εντοπίων και την ένεκα τούτων έκφρασιν παραπόνων εκ μέρους των.
Φαίνεται δέ ότι οι πρώτοι εγκατασταθέντες Μανιάται εις την Ζάκυνθον ήσαν Στρατιώται. Διότι το 1494 ήδη μαρτυρείται εγκατεστημένη εις Ζάκυνθον εκ Μάνης οικογένεια Σκιαδοπούλου της οποίας μέλη αναφέρονται ως Στρατιώται. Εκ Μάνης επίσης κατήγετο η εν Ζακύνθω οικογένεια του Κοντοστάβλων, ήτις επί Βενετοκρατίας ήτο μία των εξεχουσών της νήσου οικογένεια με στρατιωτικήν παράδοσιν.
Κατά το έτος 1799 καταλήφθη η Ζάκυνθος υπό των Ρώσσων-Τούρκων, από δε του επομένου έτους (1800) περιελήφθη εις την Επτάνησον Πολιτείαν μέχρι του 1807, ότε δυνάμει της συνθήκης του Τελσίτ επανήλθεν εις Γαλλικήν κυριαρχίαν. Τω 1809 κατελήφθη υπό των Άγγλων, οίτινες και την εκράτησαν μέχρι του 1815. Έκτοτε απετέλεσεν ομού μετά των άλλων νήσων την αυτόνομον Ιόνιον Πολιτείαν, διατηρηθείσαν υπό Αγγλικήν προστασίαν μέχρι του 1864, οπότε επήλθεν η ένωσίς της μετά της Ελλάδος.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Μάνη

γ. Μάνη

Η καταγωγή των Μανιατών: Περί της Καταγωγής των Μανιατών εγράφησαν πλείστα όσα: Η πιθανωτέρα εκδοχή είναι ότι προέρχονται από τους αρχαιοτάτους κατοίκους της περιοχής, προς τους οποίους συνεμίχθησαν το πρώτον οι εκ Σπάρτης φυγάδες της εποχής του Νάβιδος (207-192 π.Χ.). Εν συνεχεία δε διάφοροι άλλοι Πελοποννήσιοι και λοιποί Έλληνες, εκ των νήσων του Αιγαίου Πέλαγους, της Επτανήσου και της Κρήτης, κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας και μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, οπότε κατέφυγον εις την Μάνην ως μοναδικήν ελευθεραν ελληνικήν χώραν και άλλα κύματα φυγάδων και μάλιστα ευγενείς εκ Μ. Ασίας, Πόντου και εξ αυτής της Βασιλευούσης.
Ιστορία της Μάνης: Η ιδιαιτέρα ιστορία του τμήματος τούτου της Λακωνίας αρχίζει από της εποχής του φαυλοβίου τυράννου της Σπάρτης Νάβιδος (207-192 π.Χ.), όστις διεξήγαγε πόλεμον εξοντώσεως εναντίον των πλουσιωτέρων συμπολιτών του εκ των οποίων πολλοί φεύγοντες την θηριωδίαν του εγκαταστάθησαν μακράν της Λακεδαίμονος εις τας παραλίους πόλεις της Λακωνικής, αίτινες δεν ήσαν υπό τον άμεσον έλεγχόν του. Αι πόλεις αύται μετά την ήτταν του Νάβιδος υπό των Ρωμαίων (195 π.Χ.) απετέλεσαν συν τω χρόνω το «κοινόν των Λακεδαιμόνων, ήτοι ομοσπονδίαν ανεξάρτητον της Σπάρτης υπό την προστασίαν της Ρώμης, αύτη εν συνεχεία, ωνομάσθη κοινόν των Ελευρολακώνων» τω 21 π.Χ. Τούτο διελύθη κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού.
Βυζαντινοί χρονοι: Αι εκ των τελευταίων ετών της Ρωμαϊκής κυριαρχίας και των Αρχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σωζόμεναι περί της χώρας ταύτης ειδήσεις είναι ελάχισται.
Το όνομα της Μάνης απαντά εγγράφως δια πρώτην φοράν από τα τέλη του 9ου και τας αρχάς του 10ου αιώνος ( 886-912). Ολίγον βραδύτερον περί το 980 επεσκέφθη την Μάνην ο όσιος Νίκων ο επιλεγόμενος «Μετανοείτε». πλείστα όσα μνημεία παλαιοχριστιανικά και αρκετοί βυζαντινοί ναοί υπάρχουν εν Μάνη και χρονολογούνται από των αρχών του 7ου αιώνος επίσης πολλοί του 9ου ακόμη μέχρι τέλους του 12ου αιώνος. Οι ναοί ούτοι διέσωσαν και πολλάς κτητορικάς επιγραφάς και άλλας επιγραφάς μεγάλης σημασίας από ιστορικής απόψεως.

Η Μάνη επί Φραγκοκρατίας: Κατά την επακολουθήσασαν μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Λατίνων της 4ης Σταυροφορίας (1204) Φραγκοκρατίαν εν Πελοποννήσω, καίτοι μόνον σχεδόν αυτοί αντιμετώπισαν ενεργώς και δια των όπλων τους ξένους εισβολείς και διετήρησαν επ’ αρκετόν χρονικόν διάστημα την ανεξαρτησίαν των δεν κατώρθωσαν εν τούτοις να μείνουν εντελώς έξω του κλοιού των Φράγκων μέχρι τέλους. Ήδη από των αρχών της Φραγκοκρατίας εν Πελοποννήσω τω 1210 περίπου ο Βαρώνος και Πρωτοστράτωρ του Μορέως Ιωάννης ντε Νουλλί κτίζει επί των ερειπίων της αρχαίας πόλεως Λας επί υψώματος ελέγχοντος την στενήν διάβασιν από Μάνης εις Γυθειον, το κάστρον του Πασσαβά ίνα εκείθεν κατοπτεύη και παρακωλύη τας κινήσεις των ατιθάσων Μανιατών. Βραδύτερον ο τρίτος ηγεμών του Φραγκικού Πριγκηπάτου της Πελοποννήσου Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος, αφού επέτυχε την παράδοσιν και υποταγήν της μέχρι τότε ανυποτάκτου Μονεμβασίας κατόπιν μακράς πολιορκίας (1246-1248) έκτισε το κάστρον του Μυστρά (1249). Τέλος δε δια να κυριαρχίση ολοκλήρου της Μάνης ο πρίγκηψ Γουλιέλμος έρχεται εις συνεννόησιν προς τους ανυποτάκτους κατοίκους του Ταϋγέτου Ζυγιώτας, όπου έκτισε το κάστρον του Λεύκτρου παραλλήλως δε μεταβαίνει αυτοπροσώπως και εις την Μέσην Μάνην όπου έκτισε και άλλο κάστρο ως αναφέρει το Χρονικόν του Μορέως (3002-3007).

Εν τούτω εκαβαλλίκεψεν ο πρίγκιπας ατός του,
καθώς τον εσυμβούλεψαν οι άνθρωποι του τόπου,
Επέρασε τον Πασσαβάν κι εδιάβη εις την Μάνην,
Εκεί ηύρεν σπήλαιον φοβερόν εις ακρωτήρι απάνω
διατί του άρεσεν πολλά, εποίησεν ένα κάστρον,
και Μάνην το ωνόμασε, ούτως το λέγουν πάλιν.

Τα δύο αυτά φράγκικα κάστρα Λεύκτρου και Μάϊνης, εκτίσθησαν διαρκούντος του έτους 1260.
Η φραγκοκρατία ελάχιστα διήρκεσεν εν Μάνη, το μεν διότι ο πρίγκηψ Γουλ. Βιλλαρδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος του αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου μετά την εν Πελαγονία μάχην (1259), το δε εν τω μεταξύ ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανέκτησε την Κωνσταντινούπολιν καταλύσας την Λατινικήν Αυτοκρατορίαν, ότε ο Φράγκος πρίγκηψ του Μορέως παρεχώρησε τα κάστρα του Μυστρά, Μονεμβασίας, Μαίνης και Λεύκτρου εις τον Αυτοκράτορα.
Ούτως η Μάνη και η Λακωνία ολόκληρος απηλλάγησαν της φραγκικής κατακτήσεως από του 1262, περιήλθε δε τότε εις χείρας των Ελλήνων και το κάστρον του Πασσαβά. Η απώλεια της Μάνης υπήρξε δια τους Φράγκους η αρχή της κακής των τύχης εις την Πελοπόννησον, διότι ευθύς ως επάτησεν Ελληνική εξουσία εις την περιοχήν αυτήν, οι Μανιάτοι υπήρξαν η ψυχή της αντιστάσεως εναντίον των ξένων δυναστών του Μορέως, οίτινες εξετοπίσθησαν τελείως μέχρι του 13ου αιώνος. Παραλλήλως η Λακωνία εγένετο το τελευταίον προπύργιον του Ελληνισμού, ο δε Μυστράς μεγάλη εστία Γραμμάτων και Τέχνης μετά την Κωνσταντινούπολιν.
Κατά τους αγώνας του Ελληνισμού της Πελοποννήσου εναντίον των Φράγκων, οίτινες διήρκεσαν επί μακρόν χρονικόν διάστημα, η Μάνη όχι μόνον προσέφερεν άφθονους γενναίους πολεμιστάς, αλλά και εχρησίμευσεν ως καταφύγιον κατά τους πολέμους εκείνους πλείστων Ελλήνων της Πελοποννήσου οίτινες κατά καιρούς υφίσταντο ζημίας εκ των παρατεινομένων επί μακρόν εν Πελοποννήσω εχθροπραξιών και παρέμειναν φερέοικοι και άστεγοι.
Ούτω κατά την συνεπεία των πολέμων εκείνων επελθούσαν καταστροφήν της παρά την Τεγέαν πόλεως Νικλίου (1296), ήτις κατεστράφη τελείως διασκορπισθέντων των κατοίκων της, πολλοί εξ αυτών κατέφυγαν εις την Μάνην και δη εις την περιοχήν Νικλιάνικα της Κίττας (Μέσα Μάνης) διατηρήσαντες προφανώς εκ Νικλίου το οικογενειακόν των επώνυμον Νίκλος το οποίον και διεσώθη εις πολλά μεταγενέστερα έγγραφα. Αλλά και άλλων μεγάλων οικογενειών τα ονόματα και η ιδιαιτέρα Ιστορία αποδεικνύουν την εξ άλλων διαφόρων περιοχών της Πελοποννήσου προέλευσιν των και την εκείθεν εγκατάστασίν των εις την Μάνην κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας, ως Κλαδάς εξ Ηπείρου-Κορώνης, Κορωναίος εκ Κορώνης κλπ.
Η Μάνη επί Τουρκοκρατίας: Ο Μωάμεθ ο Β΄ κατέλυσε το δεσποτάτον του Μορέως το 1460. Αλλά μετ’ ολίγον επηκολούθησε Τουρκοβενετικός πόλεμος (1463-1479) και οι Μανιάται επλήρωσαν αγρίως τους Τούρκους. Τέλος κατά την συναφθείσαν ειρήνην η Μάνη εγκατελείφθη εις την διάθεσιν των Τούρκων και τότε οι Μανιάται επανεστάτησαν υπό την αρχηγίαν του Κορκοδείλου Κλαδά (ούτινος η οικογένεια εκ Κορώνης πρότερον είχεν καταφύγει εις Μάνην) και εξεδίωξεν τους εν Βαρδούνια εγκατασταθέντας Τουρκαλβανούς. Η επανάστασις του Κλαδά προεκάλεσε νέαν εκστρατείαν των Τούρκων τω 1481. Εν τέλει οι Τούρκοι εισεχώρησαν εις την Μάνην και ηνάγκασαν τον Κλαδά και τους Μανιάτας να τραπούν προς την Μέσα Μάνην οπόθεν ο Κλαδάς επεβιβάσθη πλοίων του Βασιλέως της Νεαπόλεως μετά πολλών εκ των συντρόφων του. μετά την απομάκρυνσιν του Κλαδά αι μεγάλαι Τουρκικαί δυνάμεις απεχώρησαν εκ της Μάνης και οι Μανιάται κατέλαβον πάλιν τα Βαρδουνοχώρια.
Έκτοτε οι Μανιάται παρέμειναν εν επιφυλακή προστατεύοντες την χώραν των κατά πάσης εισβολής καθ’ όλον το πρώτον ήμισυ του 16ου αιώνος και πλέον, μη συγκατατιθέμενοι να λάβουν μέρος εις τους κατά των Τούρκων πολέμους (1494-1502 και 1537-1540) ως σύμμαχοι τών Ενετών οίτινες τους είχον εγκαταλείψει.
Κατά το 1570 επανελήφθη ο Τουρκοβενετικός πόλεμος. Οι Toύρκοι κατέλαβον το Πόρτο Κάγιο της Μάνης και έκτισαν εκεί ισχυρόν φρούριον. Η ίδρυσις του κάστρου τούτου έθεσεν εις μέγαν κίνδυνον τους Μανιάτας, οίτινες με την βοήθειαν του Βενετού Μαρίνου Κουερίνι κατώρθωσαν να το κυριεύσουν εξ εφόδου και να το ανατινάξουν.
Εν συνεχεία οι Μανιάται εξηκολούθησαν τον κατά των Τούρκων αγώνα των λαβόντες λίαν ενεργόν μέρος και εις την επανάστασιν των αδελφών Μελησσινών την υποκινηθείσαν υπό των δυτικών Χριστιανικών Δυνάμεων, αλλά συναφθείσης ειρήνης μετά της Τουρκίας έμειναν ούτοι και πάλιν άνευ επικουρίας, εκτεθειμένοι εις την εκδίκησιν των Τούρκων. Τότε εν τη απελπισία των απηυθύνθησαν προς τον Πάπαν Γρηγόριον ΙΓ΄ ζητούντες την μεσολάβησίν του και αποστολήν βοηθείας (1582) χωρίς να επιτύχουν τίποτε το θετικόν. Επηκολούθησαν εν συνεχεία μακροχρόνιοι συνεννοήσεις (1612-1623) μεταξύ των Μανιατών και του Γάλλου ευγενούς Καρόλου Γονζάγου, Δουκός του Νεβέρ, όστις διεκδικών δικαιώματα επί του Ελληνικού, Αυτοκρατορικού θρόνου των Παλαιολόγων μεθ’ ων είχε συγγένειαν εκ μητρός συνέλαβε το σχέδιον να απελευθερώση την Ελλάδα, αρχίζων από την Μάνην. Η όλη επιχείρησις εματαιώθη τελικώς λόγω αθετήσεως και πάλιν των υποσχέσεων, των δοθεισών υπό των Χριστιανών Βασιλέων εις τον Δούκα του Νεβέρ. Απέμεινε δε μόνον η αλληλογραφία μεταξύ του Γάλλου ευγενούς και των Μανιατών, ήτις έχει σπουδαιοτάτην σημασίαν από ιστορικής απόψεως. Διότι εκ της αλληλογραφίας αυτής, καθώς και εκ της επιστολής των Μανιατών προς τον Πάπαν (1582), έχομεν παλλάς ειδήσεις περί της εποχής εκείνης της τόσον σκοτεινής. Ειδικώτερον δε περί της Μάνης πληροφορούμεθα περί των απεγνωσμένων αυτής αγώνων πολλά και έχομεν ειδήσεις και περί του διοικητικού και κοινωνικού καθεστώτος της ηρωικής αυτής χώρας. Ούτω γνωρίζομεν ότι οι κορυφαίοι της Μάνης κατ’ εκείνους τους χρόνους ήσαν οι Αλευράδες, οι Δημαίοι και οι Βελκούνοι εξ Αραχώβης, οι Κοντόσταυλοι εκ Πεντάδος, οι Κληροδέται εκ Καβάλλου, οι Κουτηφαραίοι εκ Ζυγού, οι Κοσμάδες εκ Βάθειας (ίδε και Ζάκυνθον Κοσμάδες εκ Μάνης, σελίς 23), οι Κορωναίοι (ίδε και Ζάκυνθον Κορωναίοι εκ Μάνης, σελίς 24), οι Διατροί (ή Μέδικοι) και οι Στεφανόπουλοι εξ Οιτύλου, οι Μελισσηνοί :εκ Πραστίου, οι Νικλιάνοι εκ Κίττας και των πέριξ, οι Μαλεύρηδες, οι Πούβαλοι και οι Σκουμπλαίοι εξ Ανδράβιστας, οι Φωκάδες (και εν Ζάκυνθω) και οι Χρυσοσπάθηδες εξ άλλων περιοχών της χώρας.
Πάντες ούτοι υπογράφουν ως Πληρεξούσιοι της Μάνης και ως τοπικοί άρχοντες (Επιστολή προς Νεβέρ, ίδε κατωτέρω σελίς 49-52).
Επομένως εκ της αλληλογραφίας αυτής καθίσταται φανερόν ότι έκτοτε αλλά και παλαιότερον ακόμη εις την Μάνην, την όλην εξουσίαν του τόπου είχον οι Κεφαλάδες ως αρχηγοί των μεγάλων οικογενειών οίτινες απετέλουν τους ισχυρούς ή Φυσικάρηδες. Οι ισχυροί ούτοι κλάδοι ελέγοντο επίσης «Μεγαλογενήτες» εν αντιθέσει προς τους «αχαμνοτέρους» οίτινες ήσαν αδυνατώτεροι και τους «Φαμέγιους» ή «ακουμπισμένους» οίτινες ήσαν υπό την πλήρη εξουσίαν των ισχυρών. Ήσαν δε ισχυροί ούτοι οίκοι αρκετοί ως φαίνεται, και η εξουσία των κατενέμετο κατά περιοχάς, εις την Μέσα Μάνην, ειδικώτερον ισχυρότεροι φέρονται οι Κοσμάδες της Βάθειας και οι Νικλιάνοι της Κίττας, αλλά οι πρώτοι απεμακρύνθησαν εις Ζάκυνθον δια λόγους αγνώστους εκείθεν και έμειναν οι Νικλιάνοι μόνοι κύριοι και εξουσιασταί της Μέσα Μάνης. Δια του όρου Νικλιάνοι επί των ημερών μας εξυπακούεται μία κοινωνική τάξις διακεκριμένη όχι «γενιά». Τα διασωζόμενα έγγραφα όμως φανερώνουν ότι οι Νικλιάνοι ήσαν εις την πραγματικότητα μία και η αυτή οικογένεια ή πατριά έχουσα το αυτό οικογενειακόν επώνυμον και επομένως συνδεομένη δια δεσμών αίματος, είτε πραγματικώς είτε και κατά συμβατικήν παράδοσιν. Η σύγχυσις αύτη επήλθε με την πάροδον του χρόνου. Και εκ της Μέσα Μάνης οπόθεν προήλθεν η σφαλερά αυτή ιδέα διεδόθη καθ’ όλην εν γένει την Μάνην, όπου βεβαίως δεν υπήρχον Νικλιάνοι αλλ’ άλλαι παλαιαί «πατριαί» ισχυρότεραι ίσως των Νίκλων, αίτινες όμως σήμερον προς δήλωσιν της δυνάμεως και της παλαιάς των ευγενούς καταγωγής λέγονται κατά παρέκβασιν «γενιές των Νικλιάνων». Ενώ ιστορικώς τούτο ελέγχεται ανακριβές διότι οι προερχόμενοι εκ των κατοίκων της μεσαιωνικής παρά την Τεγέαν πόλεως Νίκλι, κατεσκαφείσης κατά το έτος 1296 κατέφυγον εις την Μέσα Μάνην – όπως και οι Κορωναίοι εκ Κορώνης – όπου έδωσαν εις την καταληφθείσαν υπ’ αυτών εκεί περιοχήν το όνομα Νικλιάνικα (σπίτια των Νίκλων) εκ του επώνυμου αυτών το οποίον φέρεται και εις τα έγγραφα. Εξ άλλων δε εγγράφων απαντώνται επίσης ότι εκ των Νίκλων τούτων της Μάνης απώκησαν αρκετοί εις Ζάκυνθον, φερόμενοι και ούτοι εις τα έγγραφα υπό τα επώνυμα Νίκλος και Νίκλης από του 1554 και εφεξής με την ρητήν μνείαν ότι κατάγονται από τα Νικλιάνικα της Μέσα Μάνης. (Εκ των Νίκλων τούτων Μανιατών αποίκων Ζακύνθου κατήγετο η μήτηρ του Εθνικού ποιητού Διονυσίου Σολωμού Αγγελική Νίκλη (1776-1859), όπως οι Κορωναίοι εις Ζάκυνθον εκ Μάνης: Τζάνες Κορωναίος 1480 και εκείθεν εις Βενετίαν (ίδε σελίς 43) ή και απ’ ευθείας εκ Κορώνης.
Ματαιωθείσης της επαναστάσεως του Γάλλου ευπατρίδου Καρόλου Γονζάγου οι Μανιάται ήλθον εις συνεννόησιν μετά των Ενετών. Ούτως επολέμησαν παρά το πλευρόν των καθ’ όλην την διάρκειαν του μακρού και αιματηρού Κρητικού Πολέμου (1645- 1669), βοηθήσαντες τους Βενετούς κατά θάλασσαν. Κατά ξηράν, επίσης οι Μανιάται επολέμησαν ως σύμμαχοι των Βένετων καταλαβόντες την Καλαμάταν. Ο Κρητικός πόλεμος έληξε με την άλωσιν της Κρήτης και ήτταν της Βενετίας υπό των Τούρκων, οίτινες εν συνεχεία εστράφησαν κατά των Μανιατών. Οι Τούρκοι μη δυνάμενοι να θέσουν πόδα επί των δυσπορθήτων ορέων της Μάνης, εχρησιμοποίησαν τον περίφημον Μανιάτην πειρατήν Λυμπεράκην Γερακάρην τον οποίον εκράτουν δέσμιον εν Κωνσταντινουπόλει εκμεταλλευόμενοι τας εμφυλίους διχονοίας; των Μανιατών.
Ο Λυμπεράκης καταγόμενος εκ Βάθειας της Μέσα Μάνης και εκ της πατριάς τών Κοσμάδων (πατριά Κορωναίων, σελίς 37). Επίσης Κοσμάδες και Κορώναιοι εις Ζάκυνθον σελίς 23,24). Η πατριά των Κοσμάδων διετέλει εις εμπόλεμον κατάστασιν προς τους Βοιτυλιώτας (Στεφανοπούλους) δια λόγους τοπικής επικρατήσεως, απελευθερωθείς τότε υπό των Τούρκων έφθασεν εις την Μάνην όπου και κατώρθωσε να πείση τους κυριωτέρους των προκρίτων να συμβιβασθούν προς τους Τούρκους, διότι δεν είχον πλέον να ελπίζουν καμμίαν βοήθειαν από τους ηττηθέντας Βενετούς. Παραλλήλως οι Τούρκοι με την βοήθειαν του Γερακάρη και κατόπιν του επιτευχθέντος συμβιβασμού με τους Μανιάτας ηδυνήθησαν να επισκευάσουν το παλαιόν βυζαντινόν φρούριον της Ζαρνάτας, το κάστρο του Πόρτο-Κάγιο προς το Ταίναρον και τέλος να κτίσουν ακόμη το κάστρον της Κελεφάς.
Η ίδρυσις του Κάστρου της Κελεφάς, απειλούντος το Βοίτυλον είχε ως συνέπειαν την οριστικήν μετανάστευσιν, πρώτον μεν μεγάλου μέρους της πατριάς των Διατρών ή Μεδίκων εις Τοσκάνην, όπου μετώκησαν τω 1671 εν όλω 300 οικογένειαι, εν συνεχεία δε και της πατριάς τών Στεφανοπούλων, ων μέγα μέρος (730 άτομα) κατέφυγαν εις Γένοβαν τω 1676 (1 Ιανουάριου) και εκείθεν εγκατεστάθησαν εις την Κορσικήν. Άλλαι ομαδικαί μεταναστεύσεις Μανιατών εκ Βοιτύλου, Ζαρνάτας και εκ Μέσα Μάνης ενδεχομένως, χρονολογούνται από της εποχής εκείνης και γνωσταί εξ εγγράφων, εγένοντο εις Νεάπολιν, Τάραντα και Οτράντο της Ιταλίας.
Η Βενετοκρατία εν Μάνη: Εκ της ιδρύσεως των μνημονευθέντων Τουρκικών φρουρίων εν Μάνη οι κάτοικοι υπέφερον πολλά και η χώρα εκινδύνευσε να ερημωθή. Ευτυχώς όμως εξεράγη νέος Τουρκοβενετικός πόλεμος (1684-1699), διαρκούντος του οποίου όχι μόνον απηλλάγη των Τούρκων η Μάνη, αλλά και ολόκληρος η Πελοπόννησος, ήτις κατελήφθη υπό των Βενετών. Καθ’ όλην την διάρκειαν του νέου τούτου πολέμου οι Μανιάται ήσαν και πάλιν παρά το πλευρόν των Βενετών με την συνδρομήν του στόλου των οποίων εκυρίευσαν όλα τα εν Μάνη κάστρα, αιχμαλωτίσαντες τας τουρκικάς φρουράς και επενεγκόντες πανωλεθρίαν εις τους Τούρκους εν Καλαμάτα (1685), εν Κελεφά (1687) και αλλαχού, εν συνεχεία δε λαβόντες μέρος εις την λοιπήν εκστρατείαν της Πελοποννήσου, εκ της οποίας οι Τούρκοι εξεδιώχθησαν από του 1687.
Τω 1689 εμφανίζεται και πάλιν επί της σκηνής ο Λυμπεράκης, όστις είχε εκ νέου συλληφθή υπό των Τούρκων και εκρατείτο αιχμάλωτος. Αυτήν την φοράν απελευθερώθη φέρων τον τίτλον του «Μπέη» της Μάνης και με την εντολήν να κατέλθη εις την Πατρίδα του δια να προσεταιρισθή υπέρ των Τούρκων τους Μανιάτας. Ούτος όμως δεν κατώρθωσε τίποτε, διότι η μέχρις Άργους εισβολή του απέβη ανωφελής δια τους Τούρκους, η δε κατόπιν του στάσις εθεωρήθη ύποπτος και υπ’ αυτών των Τούρκων, ώστε ηναγκάσθη τέλος να προσχώρηση εις το στρατόπεδον των Βενετών, εκείθεν δε βραδύτερον κατέφυγεν εις Βενετίαν, όπου και απέθανε κατά το έτος 1696.
Εν τη από 27/4/1690 εκθέσει του Βενετού Προβλέπτου Κόρνερ προς Μοροζίνην σελ.54 και 55 μνημονεύονται μεταξύ των προυχόντων του Κελεφά (Μάνης) τα ονόματα: Πετροπουλάκης, Κορωναίος, Μαυρομιχάλης, Κουτηφάρης, Ζαννετάκης, Στεφανόπουλος, Τριγόνας, Λουκάκης, Γερακάρης (Βλέπε Λάμπρου: Η περί της Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού Προβλέπτου Κόρνερ Δ.Ι.Ε.Ε. 2 (1885-6.288).
Δυο έτη μετά τον θάνατον του Γερακάρη συνήφθη η συνθήκη του Κάρλοβιτς, δι’ ης έληξε ο Βενετοτουρκικός πόλεμος και η Πελοπόννησος επεδικάσθη εις την Βενετίαν, ήτις ίδρυσε το «Βασίλειον του Μορέως». Εις τούτο υπήχθη και η Μάνη υποδιαιρεθείσα εις τέσσαρας επαρχίας (Ζαρνάτας, Κελεφάς, Πασσαβά και Βαρδούνιας) περιλαμβανούσας 85 κωμας και άλλα χωριά, με συνολικόν πληθυσμόν 25 περίπου χιλιάδων. Εκάστη επαρχία είχεν ίδιον διοικητήν Ενετόν αλλά η Μάνη παρέμεινεν κατ’ ουσίαν ασύδοτος και σχεδόν ανεξάρτητος, υπακούουσα μόνον εις τους ιδίους αύτης τοπικούς άρχοντας, τους οποίους η Βενετία είχεν αναγνωρίσει ως «Καπετάνους».
Η Δευτέρα Τουρκοκρατία: Η Βενετοκρατία διήρκεσεν εν Πελοποννήσω μέχρις του 1715 διότι κατά Δεκέμβριον του 1714 εκηρύχθη νέος κατά της Βενετίας πόλεμος υπό των Τούρκων, οίτινες εισέβαλον και πάλιν εις τον Μοριάν και εντός ολίγου έγιναν κύριοι αυτού.
Τότε και οι Μανιάται και πάλιν ήλθον εις διαπραγματεύσεις μετά των Τούρκων οίτινες κατέλαβον την Βαρδούνιαν μέχρι του κάστρου του Πασσαβά, αφίσαντες άθικτον την λοιπήν Μάνην και εντελώς αυτόνομον.
Ούτως οι Μανιάται έμειναν απερίσπαστοι από πολέμους επί ολόκληρον πεντηκονταετίαν ήτοι μέχρι της επαναστάσεως του 1770 (Παπαζώλης, Ορλώφ, Αικατερίνη Β). Μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 1770 επηκολούθησεν εις την Πελοπόννησον εισβολή των Τουρκαλβανών οίτινες επεδόθησαν εις αγρίαν σφαγήν και λεηλασίας παραταθείσας μέχρι του 1779. Τότε οι Μανιάται μόλις εσώθησαν αναγκασθέντες ν’αναγνωρίσουν την επικυριαρχίαν των Τούρκων και διώρισαν ούτοι μπέηδες. Ούτω το 1776 διώρισαν οι Τούρκοι τον Τζανέτον Κουτηφάρην. Οι Μπέηδες της Μάνης (1776-1821) εντόπιοι ηγεμόνες εκυβέρνων την χώραν ως αντιπρόσωποι άμεσοι του Καπετάν Πασσά. Ο Μπέης εξελέγετο υπό του Καπετάν Πασσά.

Οι Μπέηδες Μάνης χρονολογικώς είναι οι εξής:
1) Τζανέτος Κουτηφάρης 1776-1779
2) Μιχαήλ Τρουπάκης (Μούρτζινος) 1779-1782
3) Τζανέτος Γρηγοράκης (Τζαννήμπεης) 1782-1798
4) Παναγ. Κουμουνδουράκης 1798-1803
5) Αντώνιος Γρηγοράκης (Αντωνόμπεης) 1803-1808
6) Κωνσταντ. Ζερβάκης 1808-1810
7) Θεόδωρος Γρηγοράκης 1810-1815
8) Πέτρος Μαυρομιχάλης (Πετρόμπεης) 1815-1821
Επί τούτου εξερράγη ο Ιερός Αγών.

Η Μάνη έλαβεν ενεργόν μέρος κατά την επανάστασιν και οι Μανιάται εκήρυξαν την 23/3/21 την έναρξιν του αγώνος εισβαλόντες εις Μεσσηνίαν και κυριεύσαντες την Καλαμάταν.

Συνεχίστε την ανάγνωση

Κορώνη

β. Κορώνη

1) Αρχαία Κορώνη

Αρχαία πόλις της Μεσσηνίας κειμένη επί της Δυτικής πλευράς του Μεσσηνιακου Κόλπου. το Εθνικόν: Κορωνιεύς και Κορωναιεύς, Κορωναίοι και Κορωναιείς. Αναφέρεται υπό του Παυσανίου, Στράβωνος, Πτολεμαίου, Στεφάνου Βυζαντίου και Πλινίου.
Κατά τον Παυσανίαν η πόλις αυτή ιδρύθη εν τη θέσει της ομηρικής πόλεως Αιπείας, ή κατά τον Στράβωνα της Πηδάσου, μιας εκ των επτά. πόλεων αίτινες καθ’ Όμηρον εδόθησαν υπό του Αγαμέμνονος εις τον μηνίοντα Αχιλλέα, κατά την εν έτει 365 π.Χ., μετά την πτώσιν των Βοιωτών, επανεγκατάστασιν των Μεσσηνίων εις την πατρίδα των υπό του Επαμεινώνδου έλαβε δε αρχικώς το όνομα Κορώνεια διότι ο Επιμηλίδης, όστις ίδρυσε την νέαν πόλιν, κατήγετο εκ της Κορωνείας της Βοιωτίας. Το όνομα τούτο μετέβαλον οι Μεσσήνιοι εις Κορώνην, διότι κατά την εγχώριον παράδοσιν, ευρέθη κατά την θεμελίωσιν των τειχών της πόλεως, χαλκίνη κορώνη, δι’ ό και το πτηνόν τούτο έγινε έμβλημα της πόλεως, τοιούτον δε πτηνόν εκράτει και το χάλκινον άγαλμα της Αθηνάς επί της Ακροπόλεως. Η πόλις τειχισθείσα αμέσως εξειλίχθη ταχέως εις αυτόνομον πολιτείαν.
Κατά το 191π.Χ. εκδίδει ακόμη νομίσματα με την επιγραφήν ΚΟΡ ή ΚΟΡΩΝΑΙΩΝ. Κατά το 184 π.Χ. εισέρχεται εις την Αχαϊκήν συμπολιτείαν και εκδίδει νομίσματα με την επιγραφήν ΑΧΑΙΩΝ ΚΟΡΩΝΑΙΩΝ. Τω 245 μ.Χ. ευρίσκομεν ακόμη την Κορώνην μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας.
Κατά τον Παυσανίαν εκείτο δυτικώς των κατά το βόρειον τμήμα του Μεσσηνιακου κόλπου εκβολών του ποταμού Παμίσου, παρά την θάλασσαν και εις τους πρόποδας του όρους της Μαθίας (Λυκόδιμο σήμερον). Εις τους πρόποδας του όρους τούτου κείται σήμερον το χωρίον Πεταλίδι επί της τοποθεσίας της Αρχαίας Κορώνης.
Η πόλις της Κορώνης απετελείτο εκ της άνω πόλεως και εκ της κάτω του λιμένος.

2) Μεσαιωνική Κορώνη

Οι κάτοικοι της αρχαίας Κορώνης φεύγοντες τας κατά τον μεσαιώνα ταραχάς κατέφυγον και μετώκησαν κάποτε εις απόστασιν τινά από της αρχαίας Κορώνης εις τον όχυρον Βράχον παρά το Ακρωτήριον Ακρίτα (επί της τοποθεσίας και των ερειπίων της αρχαίας Ασίνης) συμπαραλαβόντες και το όνομα της γενετείρας των, και ωκοδόμησαν την μεσαιωνικήν Κορώνην (εκεί που ευρίσκεται σήμερον η νέα Κορώνην). Η μετακίνησις των Κορωναίων εις την νεαν πατρίδα πρέπει να συνετελέσθη εντός του 5ου μ.Χ. αιώνος.
Η μεσαιωνική Κορώνη αναφέρεται υπό του γραμματικού Ιεροκλέους εις τον συνέκδημον αυτού ως πόλις της επαρχίας της Ελλάδος υπό τόν τύπον Κορωνία.
Η μεσαιωνική Κορώνη εγκαίρως εξελίχθη εις πόλιν σημαντικήν και λόγω της θέσεως και λόγω ευπορίας των κατοίκων και η σημασία της υπήρξε μεγάλη. Τούτο πιστοποιείται έκτου σπουδαίου γεγονότος ότι εδέχθη η Κορώνη ταχέως τον Χριστιανισμόν και απέκτησε παλαιόν χριστιανικόν ναόν. Αναφέρεται προ του 723 μ.Χ. εν τη τάξει πρωτοκαθεδρίας.
Η Κορώνη αύτη επιζή δια μέσου των αιώνων, ανθίσταται εις τας Εθνικάς δοκιμασίας και φρούριον καθώς είναι πραγματικόν εκ φύσεως, εις σημείον επίκαιρον, χρησιμοποιείται συχνά ως σταθμός των ναυτιλλομένων και ορμητήριον, αλλά και τόπος δι’ επισκέψεις ταξιδιωτών και εγκαταστάσεως ξένων.
Μετά την εισβολήν και εγκατάστασιν εν Πελοποννήσω των σλαβικών φυλών η Κορώνη διετήρησε τον ελληνικόν αυτής χαρακτήρα. Αναφέρεται η επισκοπή Κορώνης επί Νικηφόρου Α΄ (802–811) ως και η πόλις εις οδοιπορικόν προσκυνητών των Αγίων Τόπων εξ Ευρώπης, οίτινες κατά τον πλουν των εστάθμευον παρ’ αυτήν, ωσαύτως δε και υπό του Άραβος Ιντρισί (1133) ως πόλις μικρά μεν αλλά οχυρά. Η Κορώνη κατελήφθη υπό των Φράγκων το 1205, οπότε αρχίζει νέα περίοδος δια την ιστορίαν της πόλεως. Ο ηγεμών της Αχαίας Γουλιέλμος Σαμπλίτης παρεχώρησεν αυτήν εις τον Γοδεφρίδον Βιλλαρδουίνον, αλλά τω 1206 Βενετικός στόλος εξεδίωξε μετά μακρόν αγώνα την μικράν φραγκικήν φρουράν της Κορώνης και κατέλαβον αυτήν επ’ ονομάτι της Βενετικής Πολιτείας (ως και την Μεθώνην). Έμποροι και κοσμολίται ούτοι εχρειάζοντο τα δύο ταύτα οχυρά επίνεια ως σταθμούς ανεφοδιασμού κατά τους προς Ανατολήν πλους.
Τω 1209 ο Βιλλαρδουίνος δια συνθήκης ανεγνώρισε την εξουσίαν των Βενετών επί της Κορώνης. Η κατοχή της Κορώνης μετά των λοιπών κτήσεων της Βενετίας εν Πελοποννήσω παρετάθη επί μακρόν πέραν των τριών αιώνων.
Καθ’ όλην την διάρκειαν της Ενετικης κατακτήσεως η Κορώνη απέβη σπουδαίον κέντρον εμπορικόν και βιομηχανικόν. Πλην άλλων προϊόντων παρήγεν έλαιον εξαιρετικόν, μέταλλα και χρήσιμον εις βαφικούς σκοπούς πρινόκκοκον, ήκμαζε δε εν Κορώνη η Βιομηχανία: Σπουδαίαι υπήρξαν αι κατά χώραν βιομηχανικώς κατασκευαζόμεναι πολιορκητικαί μηχαναί, που είχον διαδοθή εις όλον τον κόσμον. Περιώνυμοι άλλωστε υπήρξαν και κατά τον 14ον και 16ον αιώνα οι Κορωναίοι Μηχανικοί, οίτινες ήσαν περιζήτητοι δια τας πολιορκίας κάστρων. Εις τον λιμένα της πόλεως είχε κτισθή ναύσταθμος ενετικός. Η ακμή της πόλεως ήτο τοιαύτη ώστε το 1291, διετάχθη όπως ομού μετά της Μεθώνης αποστέλωσιν εις την Βενετίαν εκ των περισσευμάτων των προσόδων των δύο χιλιάδας ουγγίας χρυσού. Εις φορολογίαν υπεβάλλετο και ο ορθόδοξος κλήρος, μολονότι οι Βενετοί είχον προσενεχθή μετ’ ανεκτικότητος προς τους ορθοδόξους επισκόπους της Κορώνης. Πάντα ταύτα κατέστησαν την Κορώνην κέντρον ουχί τυχαίον. Ο διαρκώς αυξανόμενος πληθυσμός αυτής, περιελάμβανε πλήν των Ελλήνων και των Ενετών, πολυαρίθμους Εβραίους και Αλβανούς και άλλους. Οι Ενετοί εφρόντισαν να οχυρώσουν την πόλιν δι’ ισχυρών φρουρίων να κοσμήσουν δ’ αυτήν και δι’ άλλων κτισμάτων (Ίδε περιγραφήν του εξ Αγκώνος Κυριακού).
Μετά την άλωσιν της Βασιλευούσης, ότε πόλεμοι αιματηροί εσημειώθησαν εις Πελοπόννησον μεταξύ Ενετών και Τούρκων η Κορώνη εχρησιμοποιήθη πολλάκις ως ορμητήριον των Ενετών, συνεπολέμησαν δε τότε μετ’ αυτών και Έλληνες κατά των Τούρκων. Εις χείρας των τελευταίων περιήλθεν η Κορώνη τω 1500. Εν τη καθολική Μητροπόλει της Κορώνης μεταβληθείσης εις τζαμίον προσηυχήθη ο σουλτάνος Βαγιαζίτ αφιερώσας και τας προσόδους της πόλεως εις την ιεράν πόλιν της Μέκκας. Μετά τινά όμως έτη τω 1532 ο Γενουήνσιος Ναύαρχος Καρόλου του Ε΄, Ανδρέας Δόριας κατέλαβε πάλιν την Κορώνην επί κεφαλής Ισπανών, Μελιταίων Ιπποτών και εκπροσώπων του Πάππα βοηθούμενος και υπό εντοπίων. Δεν παρετάθη όμως πέραν των δύο ετών η κατοχή του φρουρίου, παραδοθέντος και πάλιν εις τους Τούρκους. Πολλοί κάτοικοι της Κορώνης τότε κατά το πλείστον μετωκίσθησαν εις Ιταλίαν και πολλοί εξ αυτών υπηρέτησαν ως στρατιώται υπό διαφόρους ηγεμόνας. Διά τελευταίαν φοράν η Κορώνη κατελήφθη υπό των Ενετών κατά την τριακονταετή κατάκτησιν της Πελοποννήσου υπ’ αυτών μεταξύ των ετών 1685–1715.
Περί τα τέλη Μαρτίου του 1821 οι Έλληνες επολιόρκησαν το κάστρον της Κορώνης, απέτυχον όμως λόγω της προδοσίας ξένων τινών μισθοφόρων. Ότε ήλθεν ο Ιμπραήμ Πασάς η Κορώνη κατελήφθη από τους Άραβας μέχρι του Αυγούστου του 1828. Τω 1828 κατελήφθη υπό τον Μαιζών Γάλλων παραδοθέν υπ’αυτών βραδύτερον εις τους Έλληνας.

3) Νέα Κορώνη

Κωμόπολις της επαρχίας Πυλίας εν τω νομώ Μεσσηνίας, έδρα της ομωνύμου κοινότητας Κορώνης, επί της Μεσαιωνικής Κορώνης. Κάτοικοι (1940), 2770 απέχει της Πύλου περί τας οκτώ ώρας.
Σήμερον ο επισκέπτης έχει προ αυτού το σπουδαίον φυσικόν φρούριον με την φραγκικής κατασκευής οχύρωσίν του, της οποίας διακρίνεται καλώς ο πυρήν. Περαιτέρω αι κατά καιρούς πραγματοποιηθείσαι προσθήκαι υπό των Ενετών. Τα εις το εσωτερικόν ερείπια πρέπει να χρονολογηθούν από των αυτοκρατορικών χρόνων.

4) Άλλαι πόλεις με το όνομα «Κορώνη»

α) Κορώνη ή Κορωνία ή Κορώνεια, 1400 π.Χ. (Τουρκοκρατούμενη Ελλάς Κ. Σάθα): Αρχαία πόλις της Κύπρου εν Κερυνεία. Τα ερείπιά της κείνται επί λόφου καλουμένου Κορωνιαίς.
β) Κορώνη: χωρίον υπαγόμενον εις την κοινότητα Λιγουρίου της επαρχίας Ναυπλίας του Νομού Αργολίδος.
γ) Κορώνη: Χωρίον της επαρχίας Νικοπόλεως και Πάργας του Νομού Πρεβέζης.
δ) Κορώνη ή Κορώνεια, η νοτίως του κόλπου του Πόρτο – Ράφτη Αττικής Χερσόνησος.
ε) Μονή Κορώνης παρά την Καρδίτσαν (Πίνδος).

Συνεχίστε την ανάγνωση

Κορώνεια

α. Κορώνεια

1) Θεσσαλική Κορώνεια

Η πρώτη Κορώνεια υπήρξε πόλις Θεσσαλική, ήτο αρχαία πόλις της Φθιώτιδος. Οι κάτοικοί της ωνομάζοντο Κορωνείς ή Κορωναιείς ή Κορωναίοι. Αναφέρεται υπό του Στράβωνος, Πτολεμαίου και Στεφάνου Βυζαντίου. Κατά Στράβωνα η πόλις αύτη έκειτο μεταξύ του όρους Ναρθακίου και της πόλεως Μελιταίας και είχεν Ναόν της Ιτωνίας Αθηνάς. Εκ της πόλεως ταύτης εδόθη το όνομα και εις την Βοιωτικήν Κορώνειαν.
Ο Leake τοποθετεί ταύτην παρά το σημερινόν χωρίον Κισλάρ, όπου ευρίσκονται σήμερον ερείπια.
Κατά τους μυθικούς χρόνους υπήρξεν ο Αθαμάς υιός του γενάρχου Αιόλου και της Εναρέτης.
Ο Αθάμας έδωσε το όνομά του εις τους Αθαμάνας ή Αθαμανίους – αρχαίον λαόν, – οι οποίοι κατά τους ιστορικούς χρόνους κατώκουν την Πίνδον (Αθαμάνων όρη είναι παλαιά ονομασία του όρους Τσουμέρκα της οροσειράς της Πίνδου) και τα πέριξ της ή ακόμη την Νοτιοδυτικήν Ήπειρον και τμήμα του Νομού Τρικκάλων. Οι Αθαμάνες αναφέρονται υπό του Πλάτωνος ως Έλληνες (ανήκουν εις την Ήπειρον, Φυλή Ηπειρωτική – Τουρκοκρατούμενη Ελλάς Κ. Σάθα) κατά τον Πλίνιον είναι Αιτωλοί και κατά τον Στέφανον Βυζάντιον Ιλλυριοί ή Θεσσαλοί. Ο Στράβων θεωρεί αυτούς φυλήν βαρβαρικήν. ούτοι έλαβον μέρος εις τον ιερόν πόλεμον κατά των Φωκαέων ως σύμμαχοι των Μακεδόνων και εις την κατά της Ρώμης εκστρατείαν του Πύρρου ως σύμμαχοι αυτού. Η χώρα των Αθαμάνων απεκαλείτο Αθαμανία και εθεωρείτο ανήκουσα εις την Ηπειρον.
Πάντως οι Αθαμάνες αρχικώς έζων πολύ ανατολικώτερον παρά την Αχαίαν της Φθίας, όπου και το Αθαμάντιον πεδίον με την πόλιν Άλον, η οποία φέρεται ιδρυθείσα παρά του Αθάμαντος. εις την πόλιν Άλον υπήρχεν ακόμη και κατά τον πέμπτον αιώνα ευγενής οίκος αρχηγός του οποίου υπήρξεν ο Αθάμας υιός του Φρίξου, και εγγονός του προμνησθέντος Αθάμαντος.
Αθαμάντια δε εκαλούντο δύο περιοχαί της αρχαίας Ελλάδος. Μια της Βοιωτίας παρά την Κωπαΐδα και άλλη εις Φθιώτιδα παρά τον Παγασητικόν κόλπον οφείλουσαι αμφότεραι το όνομά των εις τον ως άνω μυθικόν Αθάμαντα. Η τελευταία αναφέρεται υπό του Στράβωνος ως Αθαμάντιον πεδίον, λέγεται δε ότι κατέφυγεν εκεί ο Αθάμας όταν διεσώθη υπό του Ηρακλέους κατά την στιγμήν κατά την οποίαν επρόκειτο να σφαγή και να θυσιασθή.
Ο Αθάμας υπήρξε Βασιλεύς του Ορχομενού και βραδύτερον των Θηβών και του Άλου. Είχε δύο τέκνα τον Φρίξον και την Έλλην (άτινα έφυγον με τον χρυσόμαλλον κριόν μακράν του μίσους της μητρυιάς των) εκ του πρώτου του γάμου μετά της θεάς των νεφών Νεφέλης, είτα εγκαταλείψας την Νεφέλην ενυμφεύθη την Ινώ θυγατέρα του Κάδμου και της Αρμονίας, αδελφήν δε της Σεμέλης μητρός του Διονύσου, εξ ης απέκτησε ετέρους δύο υιούς και μίαν θυγατέρα, ήλθε δ’ επίσης εις τρίτον γάμον με την Θεμιστώ.
Πάντοτε οι Θεσσαλοί εζήτουν να καταφύγουν νοτιώτερον. Ούτω δε και ο Αθάμας, θεσσαλικής καταγωγής, ήτο Βοιωτός Βασιλεύς και Βοιωτός Αρχηγός οικογενείας.

2) Βοιωτική Κορώνεια

Η Βοιωτική Κορώνεια ιδρύθη κατά την παράδοσιν υπό Βοιωτών της Θεσσαλίας εκδιωχθέντων υπό των Θεσσαλών εκ της εκεί ομωνύμου εαυτών πόλεως με το όνομα της οποίας ωνόμασαν και την νέαν των πόλιν.
Την Θεσσαλικήν καταγωγήν της Βοιωτικής Κορώνειας επιβεβαιοί και ο Παυσανίας, όστις αποδίδει την ίδρυσίν της εις τον Αθάμαντα και τους απογόνους του, οίτινες ήλθον εκ Θεσσαλίας και μάλιστα εις τον Κορωναίον ή Κόρωνον, τον θετόν υιόν του Αθάμαντος (υιόν του Θερσάνδρου, υιού του Σισύφου) εξ ου και το όνομά της. Η Κορώνεια αναφέρεται και υπό του Ομήρου. (Ιλιάς II στίχος 503). Πλησίον της πόλεως υπήρχεν Ιερόν του ως άνω ιδρυτού της Κορωνείας Κορωνού ή Κορωναίου.
Η Βοιωτική Κορώνεια ευρίσκετο δυτικώς της Κωπαίδος: αναφέρεται υπό του Στράβωνος, Παυσανίου, Στέφανου Βυζαντίου. Κατά τον Στράβωνα έκειτο η πόλις επί απομεμονωμένου λόφου κατά την είσοδον κοιλάδος, ήτις ήγεν νοτίως προς τον Ελικώνα. Από του λόφου τούτου, εφαίνετο η λίμνη της Κωπαΐδος, από δε τους πρόποδας αυτού εξετείνετο ευρεία πεδιάς μέχρι των ελών της λίμνης. Εκατέρωθεν του λόφου έρρεον δύο ρύακες ο Κοράλιος ή Κουάριος ανατολικώς ομώνυμος τοιούτου εν Θεσσαλία και ο Φάλαρος δυτικώς.
Ο κάτοικος της Κορωνείας ωνομάζετο Κορωναίος (Ηρόδοτος- Θουκυδίδης).
Εν αρχή των ιστορικών χρόνων η Κορώνεια αποτελεί μέλος του Βοιωτικού συνδέσμου, εκδίδει τω 550 και 480 π.Χ. τα πρώτα της νομίσματα με έμβλημα την Βοιωτικήν ασπίδα και το αρχικόν γράμμα του ονόματός της το Κόππα. Κατά το διάστημα της Αθηναϊκής ηγεμονίας (456-446) χαίρει πραγματικής ανεξαρτησίας και εκδίδει τα νεώτερα νομίσματά της με την κεφαλήν της Γοργόνας και την επιγραφήν ΚΟΡΟ. Η Κορώνεια εγένετο το πεδίον πολλών πολέμων. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι επολέμησαν οι Κορωναίοι τω 423 υπό την αρχηγίαν των Θηβαίων παρά το Δήλιον εναντίον των Αθηναίων. Αλλ’ η πεδιάς της Κορωνείας υπήρξεν επίσης και το πεδίον της Νίκης του Αγησιλάου κατά των Θηβαίων τω 394 π.Χ. ως αναφέρει ο Ξενοφών εν τοις «Ελληνικοίς» του. Με την Ανταλκίδειον ειρήνην ανακτά η Κορώνεια την πλήρη αυτής ανεξαρτησίαν, οπότε εκδίδει την τρίτην σειράν των νομισμάτων της με την βοιωτικήν ασπίδα και κεφαλήν της Ιτωνίας Αθηνάς και το αρχικόν ΚΟ. Τω 371 η περιοχή της Κορωνείας γίνεται και πάλιν το θέατρον πολέμου μεταξύ των Λακεδαιμονίων συμμάχων και των Θηβαίων, ως λέγει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Κατά τον ιερόν πόλεμον, η Κορώνεια κατά το 352, δις κατελήφθη υπό των Φωκέων αποσπασθείσα ούτω της Βοιωτικής συμμαχίας της. Κατά τας αρχάς του 4ου αιώνος παρουσιάζεται και πάλιν η Κορώνεια μέλος της νέας Βοιωτικής συμμαχίας. Τω 346 ο Φίλιππος της Μακεδονίας παραχωρεί την Κορώνειαν εις τας Θήβας, τους δε Κορωνιείς ή Κορωναίους πωλεί ως δούλους (Δημοσθένης). Η Κορώνεια συνετάχθη με τον Φίλιππον και τον Περσέα εις τους κατά των Ρωμαίων πολέμους αυτών (Πολύβιος). Η πόλις πολιορκείται δεινώς υπό του Φλαμινίου τω 196 π.Χ. και πίπτει, καταστρέφεται δε ολοσχερώς υπό των Ρωμαίων τω 171 π.Χ. Κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής κυριαρχίας εν Ελλάδι απώλεσε βεβαίως η Κορώνεια πάσαν πολιτικήν σημασίαν, κατά δε τους χρόνους του Στράβωνος ευρίσκεται ως επί το πολύ εν ερειπώδει καταστάσει. Εν τω συνεκδήμω του Ιεροκλέους του 6ου μ.Χ. αιώνος η Κορώνεια Βοιωτίας περιγράφεται ως άσημον χωρίον. Κατά τον Προκόπιον, ο κατά το φθίνοπωρον του 551 μ.Χ. συμβάς μέγας σεισμός κατέστρεψε, πλήν πολλών άλλων πόλεων της Βοιωτίας, και την Κορώνειαν. Σήμερον υπάρχει χωρίον και ομώνυμος Κοινότης εις την Επαρχίαν Λεβαδείας του Νομού Βοιωτίας.

Συνεχίστε την ανάγνωση