Skip to main content

Δρακούλα Εμ. Στάη

Έρις μεταξύ των τέκνων της οικογενείας Νικολού Κορωναίου (υπ’ αριθμ. 7) και της Δρακούλας Εμμ. Στάη (το γένος Βαλερίου Κασιμάτη) ιδίως δε μετά της Άννας Μηνά Κορωναίου. «Κυθηραϊκός Κήρυξ 1932, Φύλλον 1, Πανηγυρικόν Τεύχος».

Η ΔΡΑΚΟΥΛΑ ΣΤΑΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΡΩΝΑΙΟΥ
(Υπό Κ.Μ.Κ. Τσιτσίλια)

Ενταύθα παραθέτομεν μόνον μίαν περίπτωσιν αδικίας εναντίον της οικογενείας του Πάππου Μηνα Κορωναίου του ενδόξου Κυθηρίου Στρατηγού Π. Κορωναίου εις την οποίαν φέρεται αναμεμιγμένη και η κόρη του πλουσίου ευγενούς και εκ των καταπιεστών της νήσου, Βαλερίου Κασιμάτη, η πολυθρύλητος Δρακούλα, σύζυγος κατόπιν του Εμμ. Στάη.
Περί της γυναικός αυτής αναφέρεται ότι ήτο ευφυής και δραστήρια. Ανατραφείσα όμως εις πλούσιον οίκον ευγενών και συνηθείσασα εις την περιφρόνησιν των χωρικών οίτινες κατά τας Ενετικάς αντιλήψεις εθεωρούντο κατώτερα όντα ικανά μόνον προς εκμετάλλευσιν, δεν αντελήφθη εγκαίρως την τεραστίαν μεταβολήν την οποίαν υπέστη η ψυχολογική κατάστασις αυτών μετά την πτώσιν της Ενετίας και τον άνεμον της ελευθερίας όστις έπνευσεν εις την νήσον μετά την κατάληψιν αυτής υπό των Γάλλων και κατόπιν υπό των Ρωσσοτούρκων. Έζη ακόμη εις τον κόσμον τον ιδικόν της και επίστευεν ότι αναλλοίωτος θα εξηκολούθει η παντοδυναμία των ευγενών. Ότι δε τούτο φαίνεται αληθές προκύπτει και από την παρότρυνσιν την οποίαν έκαμε προς τον άνδρα της κατά την ημέραν του φόνου του υπό των χωρικών. Αλλ’ ας υπενθυμίσωμεν εν βραχυλογία το γεγονός αυτό.
Όταν τον Ιούλιον του 1800 οι χωρικοί επληροφορήθησαν ότι οι Ρωσσοτούρκοι ανεχώρησαν εκ της νήσου και ότι συνεπώς η προσωρινή διοίκησις αυτής ήτο ανίσχυρος, εισήλθον ένοπλοι εις την πόλιν. Οι άρχοντες φοβηθέντες έστειλαν πρεσβείαν εις τους χωρικούς δια να πληροφορηθούν τας αξιώσεις των. Ο Εμμ. Καλούτσης απέτρεπε τους ευγενείς να μεταβούν εις το Διοικητήριον και συνίστα να συνέλθουν εις την επισκοπήν. Οι χωρικοί όμως επέμειναν και ούτω χωρικοί και άρχοντες, συνήλθον εις το εν Κάστρω Διοικητήριον, το άλλοις ανάκτορον του Προβλέπτου. Εκεί, κατά την αρχίσασαν συζήτησιν παρίστατο, ως αναφέρουν οι Ιστορικοί της Επτανήσου, και η Δρακούλα σύζυγος του Εμμ. Στάη, αριστοκράτου και υπερόπτου (fiero Patrijio), η οποία παρώτρυνε τον ανδρα της να περιφρόνηση τας αξιώσεις των χωρικών. Ούτος δε υπακούων εις αυτήν εξύβρισε τους χωρικούς και τους είπε: «να επανέλθωσιν εις το τζαπί των και να υποταχθώσιν εις τους αυθέντας των». Τότε ο εκ των χωρικών Μπελέσης εξαγριωθείς ώρμησε με γυμνόν ξίφος κατά του Στάη και τον εφόνευσε.
Οι λοιποί άρχοντες ετράπησαν εις φυγήν πλην οι χωρικοί τους κατεδίωξαν και τους εφόνευσαν. Η Δρακούλα μετά τους φόνους μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, και υπέβαλε εκτενή αναφοράν περί των γεγονότων αυτών των Κυθήρων εις τον εκεί Ρώσσον πρεσβευτήν όστις ενδιαφερθείς, κατώρθωσε δια της Υψηλής Πύλης να συλληφθή ο Μπελέσης, ο φονεύς του Στάη, και να σταλή εις Ζάκυνθον όπου κατόπιν και ετυφεκίσθη.
Η ανάμιξις της Δρακούλας Στάη εις τας υποθέσεις της οικογενείας Κορωναίου ήτο συνέπεια και αυτή του όλου χαρακτήρος της και των παραδόσεών της. Τας πληροφορίας δε περί του τρόπου καθ’ον ανεμίχθη τας οφείλομεν εις πολύτιμον ιδιόχειρον σημείωμα του στρατηγού Κορωναίου.
………………………
Οι τέσσαρες υιοί του Καβονικολού Κορωναίου, ίδε σελ. 53 (Γεώργιος, Μανώλης, Γιάννης ή Καβογιάννης και Μηνάς) μετά τον θάνατον του πατρός των εύρον μεγίστην περιουσίαν την οποίαν και διενεμήθησαν. Επειδή όμως κατά την διανομήν έγινε μικρά τις διάκρισις υπέρ του μικροτέρου Μηνά εκ μέρους της μητρός, ήτις έτρεφε προς αυτόν μεγαλυτέραν, φαίνεται, συμπάθειαν, ο Καβογιάννης ηρεθίσθη, και φθονήσας τον Μηνά, ώμοσε την καταστροφήν του.
Οι πρώτοι τρεις εκ των αδελφών αυτών ενυμφεύθησαν μετρίως. Ο δε Μηνάς ερασθείς μανιωδώς της μόνης δεκαεπταετούς θυγατρός μιας οικογενείας Βενάρδου, πλουσίας, καλής και καταγωγής εκ της χώρας κατώρθωσε μετά πολλούς κόπους και δυσκολίας να την νυμφευθή. Η νέα ήτο ωραιότατη, καλλίστης ανατροφής, πολύ φρόνιμος και γραμματισμένη.
Διηγούνται ότι η μήτηρ της Βεναρδοπούλας δεν ήθελε να νυμφεύση την μοναχοκόρην της, ως καταγομένην εξ ευγενών, με τον Μηνά, καίτοι οικογενείας μεγαλυτέρας κατά τον πλούτον και την επιρροήν, προφασιζομένη δήθεν ότι δεν έστεργε να την δώση εις χωρικόν δια να μην εργάζηται με τας ιδίας της χείρας ας πολύ επεριποιείτο. Αλλά και η μήτηρ του Μηνά από υπερηφάνειαν και οικογενειακήν φιλοτιμίαν δεν επείθετο, μ’ όλας τας παρακλήσεις του αγαπητού υιού της να παρακαλέση την Βενάρδαιναν.
Απ’ εναντίας μεταχειρίσθη πολλά μέσα όπως εμποδίση τον υιόν της από τον γάμον τούτον. Μεταξύ των άλλων κατέφυγε και εις ένα ιερέα τον οποίον παρεκάλεσε να καλέση ιδαιτέρως τον Μηνά και τόν νουθετήση. Ο Ιερεύς έλαβε πράγματι τον Μηνά και τον ωδήγησε εντός της εκκλησίας εκεί δε κατόπιν πολλών πιέσεων και προσπαθειών, τον ηνάγκασε να θέση την χείρα επί του εικονίσματος και να ορκισθή ότι δεν ήθελε πλέον ζητήσει την νέαν. Εκείνος όμως θέσας την χείρα επί του Ευαγγελίου ωρκίσθη μετά παρρησίας και αποφασιστικότητος ότι ή αυτή θα νυμφευθή ή τον θάνατον θα ζήτηση.
Ως έμαθε τούτο η μήτηρ του Μηνά έσπευσε δι’ όλων των δυνατών θυσιών της να εξωμαλύνη τας δυσκολίας όλας και να κατορθώση να γίνη το συνοικέσιον. Η μήτηρ της νέας επιμένουσα εις την άρνησίν της έφερεν πάντοτε νέα προσκόμματα, διότι δεν ετόλμα να αρνηθή αποτόμως την συγκατάθεσίν της εις μίαν τοιαύτην οικογένειαν. Μεταξύ των άλλων αύτη ηξίωσεν από την μητέραν του Μηνά πρώτον να γίνη ούτος ιερεύς και δεύτερον να προικισθή με κτήματα διανεμημένα και ωρισμένα, δυσκολίας ας δια της συγκαταθέσεώς των, μήτηρ και υιός εξωμάλυναν αμέσως. (Η εξομάλυνσις φαίνεται να ήτο η αποδοχή των όρων της Βερνάρδαινας).
Μίαν νύκτα από τας πολλάς καθ’ας ο Μηνάς έκαμε σερενάδες εις την αγαπημένην του μήτηρ αυτής τον έκραξε και του είπε:

Οπ’έρχεται στην γειτονιά
ή κλέφτει ή πορνεύει
ή ταις κοπέλες αγαπά
ή σκοτωμό γυρεύει.

Ο δε Μηνάς απαντά:

Αν έρχωμαι στη γειτονιά
έρχομαι με το θάρρος
Και με ταις πατινάδες μου
την αγαπώ να πάρω.

Τέλος ο Μηνάς νυμφευθείς ηυτύχει και διήγεν επί δώδεκα όλα έτη κάλλιστα μετά της συζύγου του αποκτήσας τρεις υιούς Εμμανουήλ, Νικόλαον, και Πιέρον και δύο θυγατέρας την Άννα και Κυριακούλα.
Ο Καβογιάννης όμως ο οποίος εφθόνει τον Μηνά ήρχισε να τον ραδιουργή και να βάνη σκάνδαλα.
Κατώρθωσε δε δια συκοφαντιών και άλλων μέσων να ψυχράνη εις μέγα βαθμόν τάς σχέσεις του Μηνά μετά της γυναικός του μέχρις ότου ούτος παρακινηθείς και από αυτήν την μητέρα του εθυμώθη τόσον ώστε απεφάσισε και ανεχώρησε από το Τζερίγο εγκαταλείψας άνευ ουδεμίας προστασίας την οικογένειάν του και την μόλις τριακονταετή τότε σύζυγόν του. Κατευθύνθη δε εις την Ανατολή με την σταθεράν απόφασιν νά μην επανέλθη πλέον.
Μετά πέντε όμως ετών διαμονή εις την Ανατολήν ο Μηνάς κατέβη εις Σμύρνη όπως εκείθεν φροντίση δια την υπανδρείαν της μεγαλυτέρας των δύο θυγατέρων του. Καθ’οδόν όμως ληστευθείς ήλλαξεν διεύθυνσιv και μετέβη δια Σμύρνης εις Βλαχίαν. Από εκεί μετά αρκετόν χρόνον κατήλθεν εις Κωνσταντινούπολη όπου είχε φθάσει και ο υιός του Νικόλαος τον οποίον ευθύς έβαλεν εις την τέχνην της Βουτσαδοσύνης. Δεν έμεινεν όμως ούτος εις αυτήν πολύν χρόνον διότι ήτο καυγατσής και οι μαστόροί του τον έδιωξαν. Τότε ο Νικόλαος ανεχώρησεν εις Οδησσόν ένθα εγνωρίσθη μετ’τινα Τζιριγότην αξιωματικόν του Ρωσσικού Στρατού όστις διοικητής ενός μικρού τμήματος στρατού ο οποίος και τον εξετίμησε και τον έστειλε εις το σώμα του και το οποίον εμάχετο κατά των Πρώσσων. Όταν όμως ο Νικόλαος έφθασε εις το μέρος όπου ευρίσκετο το σώμα εύρε την ειρήνη κλεισμένη και ηναγκάσθη να επιστρέψη εις Κωνσταντινούπολιν όπου ο πατήρ του Μηνάς δια του Πρωτοσυγκέλου των Πατριαρχείων κατώρθωσε να τον βάνη και πάλιν εις το εργαστήρι του Πρωτομάστορή του όπου καίτοι καυγατζής παρέμεινε έκτοτε και απεκατεστάθη. Πλησίον του δε παρέμεινε και ο πατήρ του μέχρι θανάτου του, ο οποίος πατήρ απέθανε περί το 1835 εννενηκοντούτης σχεδόν.
Κατά την απουσίαν του Μηνά από το Τζερίγο η οικογένεια αυτού έμεινε εις την διάθεσιν του αδελφού του Καβόγιαννη ο οποίος υπό την απατηλή πρόφασι του προστάτου εκινείτο από φθόνο προς αυτήν και ιδιοτέλειαν να την καταστρέψη. Πρός τούτο ουδενός μέσου εφείδετο.
Συνεννοηθείς δε μετά της Δρακούλας Στάη μητρός του σήμερον Δετόρου Βαλερίου Στάη ήρχισε να κακομεταχειρίζεται τα τέκνα του Μηνά. Μίαν ημέρα ο Καβόγιαννης με την πρόφασιν ότι ο μικρός Μανώλης έσπασε το σταμνί με το οποίον επήγε να φέρη νερό κατέφερε επί της παρειάς του άγριον ράπισμα ώστε να πέση κατά γης και να θραύση τον πόδαν του εξ ου και έμεινε κουτσός. Έπειτα επροσεπάθησε να υπανδρεύση με τους τυχόντας τας δύο θυγατέρας του Μηνά και να απομακρύνη τους τρεις υιούς του από τοΤζερίγο με τον σκοπόν να πάρη δικά του αυτός μετά της Στάαινας τα κτήματα του Μηνά όπως και το κατώρθωσαν. Διότι η Στάαινα αφ’ ενός εξαπέστειλε τον ένα κατόπιν του άλλου και τους τρεις υιούς του Μηνά εις το εξωτερικόν επιβιβάζουσα αυτούς εις καΐκια και διαφορετικήν εποχήν τον καθ’ένα άνευ χρημάτων, άνευ ουδεμίας συστατικής ή άλλης βοήθειας ή προστασίας, αφ’ ετέρου δε εδάνεισε μικρόν τι ποσόν χρημάτων εις την σύζυγόν του Μηνά το οποίον εξώγκωσε δια φανταστικών εξόδων και τόκων και άλλων ανυπάρκτων δαπανών αντί των οποίων οικειοποιήθη αυτή μετά του Καβόγιαννη όλα τα κτήματα του Μηνά. Η σύζυγος του Μηνά Κυρ-Άννα εκτός των άλλων προτερημάτων με τα οποία ήτο προικισμένη είχε και το τάλαντο της ποιήσεως. Και εις αύτην κατέφευγεν οσάκις ήθελε να εκφράση τας πικρίας της δια την κακήν της τύχην. Μεταξύ των άλλων έκαμνε ποιήματα και δια την Στάαινα από τα οποία διεσώθησαν οι εξής στίχοι:

Το πράγμα μου το πείρανε
τους γυιούς μου τούς πουλούνε
και μένα την βαρυόμοιρη
πολλά με τυραννούνε.

Έγδυσεν η Δρακούλα όλη τη φτωχή
έφυγε το μυαλό της,
Δεν ημπορούσε να βαστά
η μαύρη, το καϋμό της.

Θαμπώνανε τα μάτια της
σαν πήγαινε στη χώρα
κατά πολλά τής κάνανε
κάθε στιγμή και ώρα.
Τον Μαχαιριώτη τον Καλό
μήν είχανε σκοτώση
χίλιες σπιουνιές δεν έκαμε
ποτέ του νά προδώση.
Μα η Δρακούλα ήτανε
πού τάρασσε ρηγάτα = βασίλεια
Βασίλεια ανακάτευε
και τα πρεβεδουράτα = Διοικήσεις

Ενταύθα περατούνται αι πληροφορίαι του Στρατηγού Κορωναίου περί των προγόνων του, και της κακής τύχης την οποίον είχε η οικογένεια του Πάππου του και η περιουσία της από την συνεργασίαν ενός Κακού συγγενούς του και της Δρακούλας Στάη. Ουδέν δε επ’αυτών σχόλιον ο στρατηγός αφήκε. Ηρκέσθη ίσως εις τους στίχους της Μάμμης του οίτινες έφερον και μέχρις ημών την σπαρακτικήν Κραυγήν μιας πανευτυχούς άλλοτε μητρός και συζύγου,ήτις είδε τον άνδραν της να εκπατρίζεται, την περιουσίαν της, να διαρπάζεται τα παιδιά της να διασκορπίζονται βιαίως εις τους τέσσαρας ορίζοντας και την υγείαν της να κλονίζεται από τας ηθικάς βασάνους εις τας οποίας υπεβάλλετο από τους άρπαγας των αγαθών της. Ουδείς ίσως ηδυνήθη να αποδώση εντελέστερον όσον η Κορωναίου εις τόσον απλούς αλλά και τόσον ρωμαλέους στίχους, την πικρίαν και την αγωνίαν του αδικουμένου από τους άρχοντάς του, ήτις ήτο και αγωνία ολοκλήρου του τότε Κυθηραϊκού λαού. Ουδείς δε επίσης εζωγράφισε κατά τόσον αριστουργηματικόν τρόπον τον χαρακτήρα μιας αρχόντισσας της νήσου μας η οποία ενώ ηδύνατο να αποβή ωφέλιμος λόγω της ευφυΐας της και της μορφώσεώς της, και εις τον τόπον της και εις τον εαυτόν της απέβη τουναντίον η καταστροφή και αυτού του συζύγου της.